Παρασκευή, 10 Μαΐου, 2024

ΝΔ: Καταλύτης εξελίξεων ή «μια απ’ τα ίδια»:

Γράφει ο Νίκος Κασκαβέλης *

Υπάρχουν άραγε περιθώρια στη σημερινή, προβλέψιμη έως «μοιρολατρική» πολιτική πραγματικότητα για εκπλήξεις; Για εξαιρετικά γεγονότα που μπορούν να κινήσουν τα «στάσιμα ύδατα»; Μέχρι πριν λίγες εβδομάδες πολλοί περιέγραφαν τη δημόσια σφαίρα ως στατική: μια αμήχανη κοινή γνώμη, παραδομένη σε μια βουβή παθητικότητα, να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα δίχως διάθεση οποιασδήποτε αντίδρασης. Στην πολιτική σκηνή, με όλες τις απίθανες παραδοξότητες, η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ προχωρά ανεμπόδιστη στο «κοπτορραπτικό» έργο της, με την αίσθηση ότι παίζει δίχως ουσιαστικό αντίπαλο. Περίπου σαν το σύστημα να έχασε την πολικότητά του. Ο ένας, ο κυβερνητικός πόλος, οργανωμένος στην εμφανή του διάθεση νομής της εξουσίας και της διατήρησής του σε αυτήν με κάθε τρόπο και από την άλλη, ερωτηματικά.

Ο εκ των πραγμάτων δεύτερος πόλος και βασική εναλλακτική κυβερνητική πρόταση, χώρος της ΝΔ, σε ένα πρωτοφανές τέλμα και κενό εξουσίας που κρατάει μήνες και που έχει οδηγήσει σε αυτόν τον ιδιότυπο κυβερνητικό μονόλογο. Οι συνεχόμενες νίκες του Πρωθυπουργού, παρά τη ραγδαία απώλεια “πρωτοκλασάτων” στελεχών, μαζί με το αποκορύφωμα της αποτυχίας της ΝΔ να φέρει εις πέρας την προγραμματισμένη εκλογή Προέδρου, στην πρώτη απόπειρα, ενέτειναν αυτήν την εικόνα παγιωμένης κατάστασης. Η Κυριακή όμως της 20ης Δεκεμβρίου, μετέβαλε απροσδόκητα τα δεδομένα.

Η απρόβλεπτη μεταβλητή, που άλλαξε (προσωρινά;) το σκηνικό, συνδέεται με τον πυρήνα της ίδιας της Δημοκρατίας. Το γονιμοποιό και διακριτικό συστατικό της στοιχείο. Είναι ο παράγων «λαϊκή κυριαρχία». Η εμφατική λαϊκή πρωτοβουλία για πολιτική συμμετοχή και ανάληψη της ευθύνης των εξελίξεων. Οι πάνω από 400.000 πολίτες που αποφάσισαν να αναλάβουν αυτήν την πρωτοβουλία, έστειλαν σειρά μηνυμάτων.

Η μεγάλη συμμετοχή, σε σχέση με τις προσδοκίες, τη συγκυρία, αλλά και το ανωτέρω αφήγημα του «χαμένου παιχνιδιού», της υπόθεσης ότι «ο Τσίπρας παίζει μονότερμα, είναι καταδικασμένος να νικάει και θα πέσει μόνο από δικά του λάθη και από τη φυσική του φθορά», αύξησε κατακόρυφα το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Για πρώτη φορά, μετά από καιρό, ο πρωταγωνιστής στη δημόσια σφαίρα, ο θέτων την ατζέντα, δεν ήταν η Κυβέρνηση. Τα ΜΜΕ, που είχαν προδιαγράψει, αφενός μειωμένο ενδιαφέρον και αφετέρου, σχεδόν και το τελικό δίδυμο, επανέκαμψαν. Είχε προηγηθεί η γνωστή «σεναριολογία», με έμφαση στις ανησυχίες για τις φυγόκεντρες δυνάμεις που εξαπολύθηκαν κατά την προεκλογική περίοδο και το κατά πόσο το πάλαι ποτέ ισχυρό κόμμα, θα μπορούσε να παραμείνει ενωμένο και μετά την εκλογή.

Σε αυτό το πλαίσιο, η υποψηφιότητα Μεϊμαράκη προέβαλε από πολλούς, ως η ιδανική για τη συγκράτηση του κόμματος. Ξεχωριστό ρόλο σε αυτή τη «γραμμή» έπαιξαν οι διαρροές για τις επιθυμίες του άτυπου «ιδιοκτήτη» του κόμματος, του «σιωπηλού» από επιλογή Κ.Καραμανλή. Η δική του άποψη ανέκαθεν βάρυνε ιδιαίτερα στο κόμμα και αυτή τη φορά ο ίδιος, μέσω διαρροών και διαδόσεων, στήριζε τον πρώην Πρόεδρο της Βουλής, που έσπευσε μάλιστα να τον ευχαριστήσει για αυτό. Όσο όμως κι αν έπαιξε ρόλο στο αποτέλεσμα του 1ου γύρου, όπως και στο δημοψήφισμα του Ιουλίου, η παρέμβασή του δεν είχε την καθοριστικότητα που πολλοί προεξόφλησαν και αυτό έχει σημασία.

Στις συζητήσεις λοιπόν για τυχόν διάσπαση, με τη λογική των αγεφύρωτων ιδεολογικών διαφορών, της μόνιμης κόντρας μεταξύ μιας πιο κεντροδεξιάς αντίληψης και μιας πιο «γνήσια λαϊκής ή και δεξιάς», το ηχηρό μήνυμα της «βάσης» δεν επιτρέπει, για το ορατό μέλλον, διαφοροποιήσεις. Το πανίσχυρο «μαντρί» του πάλαι ποτέ Αβέρωφ, φαίνεται πως κρατά την ισχύ του. Ο συγκεκριμένος πόλος του συστήματος, έδειξε πως διατηρεί ακόμα ζωηρά αντανακλαστικά και επιθυμεί να συνεχίζει να παίζει, με ενιαίο τρόπο, το θεσμικό του ρόλο. Πέρα από το μήνυμα σε άλλους χώρους, που δεν έδειξαν αντίστοιχη συνοχή στα δύσκολα, είναι κάτι που δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορη την Κυβέρνηση, στην περίοδο που εισέρχεται. Το «μονότερμα», ίσως βαίνει προς το τέλος.

Η δεύτερη ενδιαφέρουσα «έκπληξη», είναι η 2η θέση του Κυρ. Μητσοτάκη. Πολλά μπορεί να πει κανείς για τα χαρακτηριστικά του, τις αντιρρήσεις για θέσεις του ή για «βαρίδια» που έχουν συνδεθεί όχι μόνο με την υποψηφιότητα αλλά και την πορεία του. Το σίγουρο είναι, πως μετά από το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, ο νεότερος κ. Μητσοτάκης κατοχύρωσε την προσωπική πολιτική του παρουσία και επέβαλε την υπογραφή του. Κατά μία έννοια, κατέστη πλέον περισσότερο «Κυριάκος» και λιγότερο «Μητσοτάκης».

Οι θέσεις που με καθαρότητα πρεσβεύει δίνουν ένα σαφώς φιλελεύθερο τόνο (άλλοι προσθέτουν, μερικοί δολίως, και το πρόθεμα –«νέο»), πιο κοντά στο χώρο του κέντρου, από τον οποίο και φιλοδοξεί να αντλήσει ψηφοφόρους. Από τις θέσεις για την οικονομία, έως τις κοινωνικές (με πρόσφατη τη σαφήνεια στη θέση για το σύμφωνο συμβίωσης) ή τις θεσμικές (με κάποιες να έχουν έως και διακομματικό παρελθόν και να ξεκινούν ήδη από το 2006, σε κοινή πρόταση για αναθεώρηση του Συντάγματος), έχουν διακριτό στίγμα και μπορούν να διαμορφώσουν συναινέσεις ή αντιπαραθέσεις. Η δική του παρουσία, ως εκπροσώπου μιας άλλης γενιάς, με τις συμβολικές πρωτιές σε δυναμικά κοινά (νεότεροι ψηφοφόροι, παραγωγικές τάξεις, μη οργανωμένα μέλη κλπ) είναι αυτή που τροφοδότησε το σύστημα με «κινητική ενέργεια» και μπορεί να μεταβάλει ισορροπίες. Τουλάχιστον σε επίπεδο εντυπώσεων και δυναμικής.

Σε αντίθεση με την άλλη υποψηφιότητα, δίνει την αίσθηση ενός βήματος προς τα εμπρός, αφού και σύνδεσή του με κυβερνητικές ευθύνες είναι βραχεία. Στο πρόσωπό του, μια και δεν παρουσιάστηκαν και άλλοι πρόθυμοι από αυτή τη γενιά, η ΝΔ μπορεί να επιχειρήσει μια μικρή «επανάσταση», με στοιχεία «reset». Μια τέτοια επιλογή, χωρίς να κλόνιζε τα ιδεολογικά και συναισθηματικά θεμέλια του κόμματος, θα συνιστούσε –επιτέλους- και μια κάποια έμπρακτη αυτοκριτική, αφού θα σηματοδοτούσε έναν απογαλακτισμό από την «κηδεμονία» της «ιδρυτικής οικογένειας» και έμμεσα από την «αμαρτωλή» περίοδο διακυβέρνησης 2004-2009, στην οποία πολλοί, ακόμα και στην παρούσα Κυβέρνηση, δείχνουν πρόθυμοι να παράσχουν ασυλία. Στην περίοδο αυτή, ο Κυρ. Μητσοτάκης, αν και βουλευτής, δεν ανέλαβε χαρτοφυλάκιο, και με μια συμβολική και τολμηρή κίνηση αρνήθηκε τη θετική ψήφο στην υποψηφιότητα Παυλόπουλου, για πολιτικές του επιλογές τότε.

Η άλλη επιλογή, επίσης μετριοπαθής, βασίζεται λιγότερο στην πολιτική ατζέντα και τον οραματικό-μεταρρυθμιστικό χαρακτήρα και προκρίνει πιο παραδοσιακά εργαλεία. Άλλωστε ακόμα και η υποψηφιότητα προέκυψε σχεδόν τυχαία, από μια διαχειριστική επιλογή του κ. Σαμαρά. Στο πολιτικό πρόταγμα, απαντά με μια λογική και αισθητική «διευθετήσεων», που πρώτα απ’ όλα ενδιαφέρεται να χειριστεί ισορροπίες μεταξύ προσώπων και καταστάσεων, καθώς και μελλοντικούς σχεδιασμούς. Μια ισορροπία άτυπης ανακωχής, ένα παιχνίδι καθυστερήσεων έως την «κανονική» παρτίδα που θα έρθει κάποτε. Μια στην ουσία της, καθαρά συντηρητική επιλογή άμυνας. Δεν είναι όμως βέβαιο ότι η εποχή δίνει τέτοια άνεση χρόνου.

Σε αυτό το πλαίσιο αποκτά σημασία και η όποια «υπόγεια» καλλιεργούμενη σχέση που, μέσω του κ. Μεϊμαράκη, συνδέει «κύκλους» του κ. Καραμανλή (προβεβλημένα στελέχη ή και δημοσιογράφους, όλοι σύμβολα μιας εποχής) με τον κ. Τσίπρα. Η σχέση αυτή, που ασχέτως «διαρροών» ή σχεδιασμών, σηματοδοτείται με πολλούς τρόπους, δείχνει τους δεσμούς μεταξύ πολιτικών αντιλήψεων. Δείχνει ανάγλυφα τη σαφή διαχωριστική γραμμή που τέμνει εγκάρσια το πολιτικό σύστημα και σχετίζεται με τον τρόπο διαχείρισης της εξουσίας.

Περισσότερο από τον άξονα «αριστερά-δεξιά» και παράλληλα με εκείνον «συντήρηση-πρόοδος, έχουμε το δίπολο που ορίζει ο λαϊκισμός και το (ιδεατό) αντίθετό του. Το προοδευτικό, που δεν ασχολείται αποκλειστικά με τη νομή του κράτους. Που στόχο έχει αλλαγές για το δημόσιο συμφέρον και όχι για τις κομματικές πελατείες. Που δεν φορτώνει συνειδητά βάρη στις επόμενες γενιές, κοιτώντας μόνο τις επόμενες εκλογές.

Με αυτήν την έννοια, η συγκεκριμένη μάχη, αποκτά ευρύτερο ενδιαφέρον. Οι ψηφοφόροι της ΝΔ, ακόμα και αν δεν γίνει συνειδητά, έχουν την ευκαιρία, να δώσουν ακόμα μία φορά απάντηση στο δίλημμα που περιοδικά τίθεται, «πίσω ή μπροστά». Τι θα διαλέξουν; Έναν «κανονικό» αρχηγό, που θα τους οδηγήσει σε νέους δρόμους ή ένα «μεταβατικό» και βλέπουμε; Όσο και αν τα συντηρητικά αντανακλαστικά, της «ασφαλούς» επιλογής (προς τα πού είναι το ερώτημα. Σε μια ακόμα ήττα;), είναι ισχυρά, η διαμόρφωση δυναμικής ή ρεύματος νίκης, δεν πρέπει να υποτιμάται.

Μια νίκη όμως του Κυρ. Μητσοτάκη, θα κρινόταν θετική, μόνο στο βαθμό που θα προκαλούσε ντόμινο εξελίξεων, αφού από μόνη της δεν αρκεί για να μεταβάλει ριζικά ένα κόμμα με τα χαρακτηριστικά της ΝΔ. Στο βαθμό που η πίεση προς την Κυβέρνηση να ασκεί το ρόλο της αποτελεσματικότερα θα αύξανε. Στο βαθμό που ο λόγος και οι πράξεις σοβαρότητας (ζητούμενο) και ανανέωσης της αντιπολίτευσης θα ωθούσε και το διεθνή παράγοντα να επανεξετάσει την εκτίμηση του για τους εσωτερικούς συσχετισμούς και τους αξιόπιστους συνομιλητές.

Και βέβαια, για ένα ενεργό μέλος των διαδικασιών στο χώρο του κέντρου και της κεντροαριστεράς, στο βαθμό που θα αποτελούσε ερέθισμα ευρύτερης κινητικότητας. Γιατί, όσο και αν μια τέτοια υποψηφιότητα, αποτελεί δυνητικό «κίνδυνο» για προσέλκυση «ομοειδών κοινών», είναι προτιμότερο να θεωρείται ως πρόκληση, που φέρνει όλους αντιμέτωπους με την ευθύνη τους. Η αποσαφήνιση του πολιτικού στίγματος και προσανατολισμού, με τη διεύρυνση και ενδυνάμωση, μέσω ουσιαστικής ανανέωσης, του πολιτικού εκφραστή αυθεντικά προοδευτικών αιτημάτων, πρέπει να ολοκληρωθεί. Η κινητικότητα που κρατά χρόνια στον προοδευτικό χώρο και έχει δώσει δείγματα, οφείλει γρήγορα να παραγάγει ένα ιδρυτικό γεγονός ιστορικού χαρακτήρα. Οι δυνάμεις της ουσιαστικής αλλαγής στον τόπο, οφείλουν να συνειδητοποιήσουν πως οι μοναχικοί δρόμοι, τα αδιέξοδα προσωπικά απωθημένα ή τα φοβικά σύνδρομα καχυποψίας, δεν οδηγούν πουθενά.

Η διακριτότητα μεταξύ των χώρων υπάρχει και είναι θεμιτή. Οι διαχωρισμοί λαμβάνουν συνεχώς νέο περιεχόμενο και οι σημερινές απαιτήσεις, λαμβάνουν νέα χαρακτηριστικά. Οι πολίτες, πιο υποψιασμένοι πια, σύντομα δεν θα αρκούνται σε παχιά λόγια. Θα ερευνούν και τις «γραφές», θα ψάχνουν απαντήσεις κι επιχειρήματα. Όσο κι αν θα συνεχίσουν να συνδέονται υπαρξιακά με το παρελθόν, θα ομαδοποιούνται με βάση το μέλλον. Και θα ενισχύουν εκείνον που θα μπορεί να τους οδηγήσει, με αληθινή αξιοπρέπεια κι ελπίδα, σε αυτό. Η πρόκληση είναι ανοικτή. Τα σύγχρονα, προοδευτικά αιτήματα, θα βρουν δρόμο (-ους) έκφρασης. Όποιος προτιμήσει τις παλιές συνταγές, απλά θα ξεπεραστεί.

*Ο Νίκος Κασκαβέλης είναι δικηγόρος με ΜΔΕ στην Ευρωπαϊκή Πολιτική

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ