Κυριακή, 19 Μαΐου, 2024

Η ΚΙΝΑ ΑΓΚΑΛΙΑΖΕΙ ΤΟΥΣ ΤΑΛΙΜΠΑΝ ΚΑΙ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΟΒΑΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΑΥΤΟ

Το άνοιγμα του Πεκίνου στο Ισλάμ και οι νέες ισορροπίες στη Μέση Ανατολή.

Η παρουσία των Ταλιμπάν στην τεράστια συγκέντρωση που έγινε τον Οκτώβρη στο Πεκίνο για τον εορτασμό του δέκατου έτους του φιλόδοξου εμπορικού σχεδίου της Κίνας, του Belt and Road Initiative (BRI), δεν ήταν τυχαία. Αποτελεί μέρος της περιφερειακής στρατηγικής του Πεκίνου. (σ.σ. η πρωτοβουλία μιας “Ζώνης και ενός Δρόμου” είναι μια παγκόσμια στρατηγική ανάπτυξης υποδομών που υιοθέτησε η κινεζική κυβέρνηση επενδύοντας σε σχεδόν 70 χώρες και διεθνείς οργανισμούς)

Αυτή ήταν μια από τις ελάχιστες επίσημες επισκέψεις που έχουν πραγματοποιήσει οι Ταλιμπάν σε τρίτη χώρα από την ημέρα που πήραν ξανά την εξουσία στα χέρια τους μετά την αποχώρηση του ΝΑΤΟ από το Αφγανιστάν το 2021. Μάλιστα, ο μεταβατικός υπουργός Εμπορίου του Αφγανιστάν, Χατζί Νουρουντίν Αζίζι, μίλησε ακόμη και για την επιθυμία των Ταλιμπάν να ενταχθεί το Αφγανιστάν στο λεγόμενο BRI που μόλις αναφέραμε.

“Η σκέψη ότι μια ισλαμιστική ομάδα όπως οι Ταλιμπάν θα μπορούσε να συμμαχήσει με την κατ’ όνομα κοσμική και κομμουνιστική Κίνα μπορεί να προκαλεί έκπληξη σε κάποιους”, γράφει το Conversation. “Εντούτοις, κάτι τέτοιο είναι λογικό απότοκο του φόβου που πάντα είχε η Κίνα για την επιθετικότητα των ισλαμιστών στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της”.

Αποτελεί επίσης μέρος της εμβάθυνσης των δεσμών που επιχειρεί τα τελευταία χρόνια η Κίνα με πολλά ισλαμικά έθνη. Ιστορικά αν το δει κανείς, το Πεκίνο δεν είχε ποτέ κανένα πρόβλημα να συνεργαστεί με θρησκευτικές ομάδες ή θρησκευτικές χώρες, παρά την καχυποψία που επιδεικνύει για τη θρησκεία στο εσωτερικό της χώρας.
Ο νέος πρέσβης της Κίνας στο Αφγανιστάν, Τζάο Σινγκ, με τον πρωθυπουργό της χώρας, Μοχάμεντ Χασάν Αχούντ Taliban Prime Minister Media Office via AP

Ωστόσο, για να κατανοήσουμε τα κίνητρα του Πεκίνου να εδραιώσει τους δεσμούς του με το Αφγανιστάν υπό την ηγεσία των Ταλιμπάν, χρειάζεται να ρίξουμε μια ματιά στην πρόσφατη ιστορία του Αφγανιστάν. Με την ολοκλήρωση του Σοβιετικού-Αφγανικού Πολέμου (1979-1989) και την κατάρρευση της κυβέρνησης Νατζιμπουλάχ που είχε εγκατασταθεί από τη Μόσχα το 1992, το Αφγανιστάν εξελίχθηκε σε εστία του ισλαμικού ριζοσπαστισμού. Έγινε πόλος έλξης για μαχητές από όλο τον κόσμο, από τους Τσετσένους αυτονομιστές που πολεμούσαν τη Ρωσία του Γέλτσιν μέχρι τον ισλαμιστή Αμπού Σαγιάφ, με έδρα τις Φιλιππίνες.

Η Κίνα ήταν ένας από τους μεγαλύτερους υποστηρικτές των Μουτζαχεντίν, της ισλαμικής ομάδας που διοικούσε το Αφγανιστάν από το 1978 έως το 1992, παρέχοντας τους εκπαίδευση και όπλα. Αυτό υποκινήθηκε εν μέρει και από την επιθυμία του Πεκίνου να ενισχύσει τους δεσμούς του με τις Ηνωμένες Πολιτείες και να χτυπήσει τη Σοβιετική Ένωση, τον κύριο κομμουνιστή αντίπαλό της.

Αυτήν την εποχή όμως, το Πεκίνο ανησυχεί πολύ λιγότερο για τη Ρωσία. Όχι μόνο την έχει σύμμαχο του αλλά είναι και ο κυρίαρχος εταίρος στη μεταξύ τους σχέση. Αυτή η βοήθεια όμως που είχε προσφέρει κάποτε προς τους Μουτζαχεντίν γέννησε κάποιες απ’ τις προκλήσεις στην ασφαλεία που αντιμετωπίζει σήμερα η Κίνα, καθώς δημιούργησε ένα γόνιμο έδαφος για εξτρεμισμό δίπλα στα σύνορά της.

Η απειλή των ισλαμιστών μαχητών στα σύνορα με το Αφγανιστάν έχει φέρει το Πεκίνο μπροστά σε μια πραγματική πρόκληση. Αυτό αποδείχθηκε και μέσα από ένα κύμα επιθέσεων που πραγματοποιήθηκαν από Ουιγούρους μαχητές στη δυτική επαρχία Σιντζιάνγκ της Κίνας κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1990 και του 2000, με αποκορύφωμα την επίθεση με μαχαίρι στο Κουνμίνγκ το 2014, η οποία κόστισε τη ζωή σε 31 άτομα και τραυμάτισε άλλα 141 άτομα.

Επιθέσεις όπως αυτές στο Κουνμίνγκ οδήγησαν στις αμφιλεγόμενες και κατασταλτικές πολιτικές της Κίνας που χρησιμοποιήθηκαν κατά των Ουιγούρων, ενισχύοντας ταυτόχρονα τους φόβους του Πεκίνου για τον εξτρεμισμό που διαχέεται μέσω των συνόρων από το Αφγανιστάν.

Αυτή η κατάσταση θα μπορούσε να απειλεισει τα κινεζικά συμφέροντα στην κεντρική Ασία και στις δυτικές συνοριακές περιοχές της Κίνας, που έχουν γίνει κομβικής σημασίας για το BRI. Οπότε η παρουσία των Ταλιμπάν στη σύνοδο κορυφής του BRI μπορεί να θεωρηθεί ως παράδειγμα του πώς η Κίνα ελπίζει να δημιουργήσει έναν σύμμαχο σε μια προσπάθεια να στηρίξει τα πολιτικά και οικονομικά της συμφέροντα.

ΟΙ ΔΕΣΜΟΙ ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΙΣΛΑΜΙΚΟ ΚΟΣΜΟ

Η παρουσία των Ταλιμπάν στη σύνοδο κορυφής του BRI καταδεικνύει επίσης τους ολοένα αυξανόμενους δεσμούς της Κίνας με τον ισλαμικό κόσμο, μια σχέση, η οποία έχει τραβήξει πάνω της τα τελευταία χρόνια μία αξιοσημείωτη προσοχή.

Δες για παράδειγμα πώς το Πεκίνο μεσολάβησε μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας για να λειανθεί κάπως ο μακροχρόνιος ανταγωνισμός τους στην περιοχή ή πώς συμμετείχε στη συμφωνία για την προσθήκη πολλών ισλαμικών εθνών στην εταιρική σχέση των Brics (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική).

Μάλιστα πιο πρόσφατα, οι στρατιωτικοί δεσμοί της Κίνας με την περιοχή υπογραμμίστηκαν περαιτέρω από την ανάπτυξη κινεζικών πολεμικών πλοίων στο πλαίσιο μιας ναυτικής άσκησης με τη Σαουδική Αραβία.

Η Κίνα έβρισκε ανέκαθεν στα μουσουλμανικά έθνη τις αγορές και τους φυσικούς πόρους που χρειαζόταν, και έτσι σήμερα τη βλέπουμε να κινείται σε αγορές της Μέσης Ανατολής που παραδοσιακά κυριαρχούνταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Υπήρξε επίσης μια ανάπτυξη στους πολιτιστικούς δεσμούς, με το ενδιαφέρον για την εκμάθηση της κινεζικής γλώσσας να αυξάνεται σε όλη τη Μέση Ανατολή.

Αυτές οι εξελίξεις μπορούν επίσης να θεωρηθούν ως μια ευρύτερη προσπάθεια του Πεκίνου να παρουσιάσει την Κίνα ως εταίρο στα μουσουλμανικά έθνη σε μια εποχή όπου οι ισορροπίες ισχύος στην περιοχή φαίνονται να έχουν διαταραχτεί.

Μια τέτοια προσπάθεια μπορεί να φανεί και στη Γάζα, όπου το Πεκίνο έχει πάρει έναν πιο επικριτικό τόνο σχετικά με την επιθετικότητα του Ισραήλ, και η οποία σηματοδοτεί μια αξιοσημείωτη αλλαγή από την πιο προσεκτική γλώσσα του παρελθόντος. Αυτό συνοδεύτηκε επίσης και από ένα κύμα υποστήριξης προς την Παλαιστίνη και στα κινεζικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Οι προσπάθειες της Κίνας να παρουσιαστεί ως φίλος του ισλαμικού κόσμου φαίνονται να αποδίδουν καρπούς. Αυτό φαίνεται και απ’ το πώς μια δήλωση του Ηνωμένου Βασιλείου που καταδίκαζε τις πολιτικές της Κίνας στο Σιντζιάνγκ, προσέλκυσε κυρίως την υποστήριξη δυτικών εθνών, αλλά πολύ λίγων ισλαμικών. Αυτό δείχνει τη διπλωματική επιρροή που έχει χτίσει η Κίνα στον μουσουλμανικό κόσμο.

“Οι πρόσφατες εξελίξεις έδειξαν ότι η Κίνα συνεχίζει να ενισχύει τη διπλωματική της επιρροή στα ισλαμικά έθνη, γεγονός που θα μπορούσε να αποτελέσει μια περαιτέρω στρατηγική πρόκληση για τα δυτικά έθνη”, καταλήγει το Conversation.

Πηγή: news247.gr

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ