Σάββατο, 18 Μαΐου, 2024

Τό ἔκκλητο τοῦ θρόνου Κωνσταντινουπόλεως (Τό «κηρίον τῆς ἐκκλήτου» καί οἱ μέλισσες)

Μέχρι  τώρα, ἄν  καί  ἔχω  ἀσχοληθεῖ  ἀρκετά  μέ  τό  οὐκρανικό  ζήτημα, δέν  γνωρίζω  πόσοι  παρατήρησαν  ὅτι  εἰδικά  μέ  τό  ἔκκλητο[1]  τοῦ  Πατριαρχικοῦ  θρόνου  τῆς  Κωνσταντινουπόλεως  δέν  ἔχω  ἀσχοληθεῖ. Τό  ἔκκλητο  αὐτό  ἀναφέρεται  καί  στηρίζεται  κυρίως  καί  κατά  πρῶτον  στόν  θ΄  κανόνα  τῆς  Δ΄  Οἰκουμενικῆς  Συνόδου  (451), ὅπου  ὁρίζεται  ἐκτός  τῶν  ἄλλων  τό  ἑξῆς:  «Εἰ  δέ  πρός  τόν  τῆς  αὐτῆς  ἐπαρχίας  Μητροπολίτην  Ἐπίσκοπος, ἤ  Κληρικός  ἀμφισβητοίη  (πρᾶγμα  ἔχοι), καταλαμβανέτω  (= νά  καταφεύγει), ἤ  τόν  Ἔξαρχον  τῆς  διοικήσεως, ἤ  τόν  τῆς  Βασιλευούσης  Κωνσταντινουπόλεως  θρόνον, καί  ἐπ’  αὐτῷ  δικαζέσθω». Καί  ὁ  ἅγιος  Νικόδημος  ὁ  Ἁγιορείτης  ἑρμηνεύει:  «Ὅταν  δέ  πάλιν  Ἐπίσκοπος, ἤ  Κληρικός  ἔχῃ  κρίσιν  μέ  τόν  Μητροπολίτην, ἄς  πηγαίνῃ  εἰς  τόν  Ἔξαρχον  τῆς  διοικήσεως, ἤ  εἰς  τόν  τῆς  Βασιλευούσης  Κωνσταντινουπόλεως  θρόνον, καί  εἰς  ἐκεῖνον  ἄς  θεωρῆται  ἡ  κρίσις»  («Πηδάλιον», σελ. 191-192).

Ὡστόσο  μεγάλη  ἐντύπωση  μοῦ  εἶχε  προκαλέσει, ὅπως  καί  ἀνάσχεση  νά  ἀπασχοληθῶ  μέ  τό  θέμα  αὐτό, ἡ  ἀρχή  τῆς  ὑποσημειώσεως  ἕνα  (1)  στόν  παρόντα  κανόνα  ἀπό  τόν  ἅγιο  Νικόδημο  γιά  τήν  εὐφυή  ἐπισήμανσή  της. Αὐτή  ἔχει  ὡς  ἑξῆς:  «Ὡσεί  μέλισσαι  κηρίον, οὕτω  διάφοροι  γνῶμαι  περιεκύκλωσαν  τό  μέρος  τοῦ  παρόντος  κανόνος». Καί  πράγματι  παραθέτει  πολλές  γνῶμες  καί  μαρτυρίες  στή  συνέχεια  καί  στό  θέμα  τῶν  ἐξάρχων  καί  στήν  ἁρμοδιότητα  τῶν  Πατριαρχῶν  καί  ἰδίως  τοῦ  Κωνσταντινουπόλεως  στό  ἔκκλητο.

Ἀλλά  καί  τόν  τελευταῖο  καιρό, μετά  ἀπό  τόσους  χρόνους  μέ  ἀφορμή  μάλιστα  τό  ἐκκλησιαστικό  οὐκρανικό  ζήτημα, πολλές  μέλισσες  ὄχι  μόνον  μᾶς  «περιεκύκλωσαν», ἀλλά  καί  μᾶς  βραχυκύκλωσαν, γι’  αὐτό  κι  ἐγώ  ἀπέφυγα  μέχρι  τώρα  νά  «πλησιάσω»  τό  «κηρίον»  αὐτό.

Σήμερα  ὅμως, ἑορτή  τῆς  σοφῆς  ἁγίας  Αἰκατερίνης, διαβάζοντας  ἕνα  χριστιανικό  περιοδικό  ἔπεσε, ἴσως  καί  μέ  τίς  πρεσβεῖες  τῆς  Ἁγίας, ἡ  προσοχή  μου  στό  ἐπίμαχο  αὐτό  μέρος  τοῦ  θ΄  καν.  τῆς  Δ΄  Οἰκουμ.  Συνόδου  πού  κάνει  λόγο  γιά  τό  θρόνο  τῆς  βασιλεύουσας  Κωνσταντινουπόλεως  καί  ἰδιαίτερα  στή  λέξη  «βασιλεύουσα».

Ὅπως, λοιπόν, διαβάζουμε, ὁ  κανόνας  αὐτός  ὁρίζει  νά  πηγαίνει  ἕνας  κληρικός  κάνοντας  ἔφεση  (ἔκκλητο)  στό  θρόνο  τῆς  βασιλεύουσας  Κωνσταντινουπόλεως, τῆς  Κωνσταντινουπόλεως  πού  βασιλεύει, γιά  νά  δικαστεῖ  ἐκεῖ. Δηλ.  γιά  νά  κάνει  ἔφεση  ἤ  νά  κριθεῖ  κάποιος  κληρικός, ὅταν  ἔχει  πρόβλημα  («πρᾶγμα»)  μέ  τόν  προϊστάμενό  του, στό  Πατριαρχεῖο  τῆς  Κωνσταντινουπόλεως, πρέπει  ἡ  Κωνσταντινούπολη  νά  εἶναι  βασιλεύουσα, νά  εἶναι  ἐλεύθερη.

Καί  τώρα  τίθεται  τό  πρόβλημα:  Σήμερα  ὅμως  ἡ  χριστιανική  Κωνσταντινούπολη  εἶναι  ἐλεύθερη  καί  βασιλεύει; Ἡ  ἀπάντηση  εἶναι  προφανής. Ἑπομένως  τίθεται  τό  ἐρώτημα:  Μπορεῖ  νά  δέχεται  ἐκκλήτους  καί  μάλιστα  ἀπό  διάφορα  μέρη  καί  χῶρες  ὁ  θρόνος  τῆς  Κωνσταντινουπόλεως;

Ἴσως  κάποιος  ἰσχυρισθεῖ  ὅτι  αὐτός  ὁ  προσδιορισμός  («βασιλεύουσα»)  δέν  ἔχει  σημασία. Πλήν  ὅμως  μπορεῖ  νά  τό  ἰσχυρισθεῖ  ἀναντιρρήτως  ἤ  ἀνεπιφυλάκτως; Προφανῶς, ὄχι. Ἴσως  ἐπίσης  μπορεῖ  νά  συνεχίσει  αὐτός  ἤ  ἄλλος, ὅτι  αὐτός  ὁ  προσδιορισμός-προϋπόθεση, τό  «βασιλεύουσα», τέθηκε  ἔτσι  τυχαίως, καλοπροαιρέτως, ἀπό  κάποιο  «φιλοβασιλικό»  συνοδικό  μέλος  χωρίς  κάποιο  νόημα  ἰδιαιτέρως.

Ἀπό  τόν  ἤ  τούς  Πατέρες  πού  τόν  πρότειναν  ἴσως  νά  μήν  ὑπῆρχε  κάποιος  βασικός  λόγος  στό  νοῦ  τους. Ἀλλά  τίποτε  δέν  εἶναι  τυχαῖο  στά  θεῖα  κείμενα. Καί  νά  μήν  εἶχαν  ὑπ’  ὄψη  τους  κάτι  οἱ  εἰσηγητές  Πατέρες  γιά  τό  μέλλον  τῆς  Κωνσταντινουπόλεως, ὅμως  αὐτό  δέν  μποροῦμε  νά  τό  ἀμφισβητήσουμε  γιά  τό  Ἅγιο  Πνεῦμα, τό  ὁποῖο  ἐπιστατοῦσε  στίς  ἀποφάσεις, ὅρους  καί  κανόνες  τῶν  Οἰκουμενικῶν  Συνόδων. Καί  ὅταν  μάλιστα  ὁ  α΄  καν.  τῆς  Ζ΄  Οἰκουμ.  Συνόδου  μᾶς  διαβεβαιώνει  ὅτι  οἱ  Ἀπόστολοι  καί  οἱ  Πατέρες  τῆς  Ἐκκλησίας  «ἐξ  ἑνός  γάρ  καί  τοῦ  αὐτοῦ  Πνεύματος  αὐγασθέντες  (= φωτισθέντες)  ὥρισαν  τά  συμφέροντα».

Ἐδῶ  ὑπενθυμίζουμε  καί  μία  σπουδαία  κανονική  ἑρμηνευτική  ἀρχή, πού  παραθέτει  στόν  ιστ΄  καν.  ὁ  Μέγας  Βασίλειος  καί  ἔχει  ἐπικυρωθεῖ  ἀπό  τήν  Πενθέκτη  Οἰκουμ.  Σύνοδο:  «Πρόσεχε  οὖν  ἀκριβῶς  τῇ  Γραφῇ  καί  αὐτόθεν  εὑρήσεις  τήν  λύσιν  τοῦ  ζητήματος»  («Πηδάλιον», σελ. 601). Ἰδιαιτέρως  τονίζουμε  τή  λέξη  «ἀκριβῶς». Πρόσεχε  ἀκριβῶς  ὑποδεικνύει, γιά  νά  βρεθεῖ  λύση.

Καί  τό  τονίζουμε, γιατί  ἔτσι  ἔχουμε  καί  τή  συμφωνία  στά  ἀνωτέρω  τίς  προόδους  καί  τῆς  σημερινῆς  νομικῆς  σκέψεως  καί  ἑρμηνευτικῆς  πού  συνοψίζεται  στό  δίλημμα  ὁ  νόμος  ἤ  ὁ  νομοθέτης, τό  γράμμα  τοῦ  νόμου  ἤ  τό  πνεῦμα  τοῦ  νομοθέτη.

Τήν  ἄποψη  αὐτή  ἐνισχύει  καί  ὁ  καθηγητής  τῆς  Νομικῆς  K.  Engisch, ὁ  ὁποῖος  παρατηρεῖ:  «Πολύ, εὔστοχα  λέει  ὁ  Andre  Gide  στό  ἔργο  του  Paludes:  ” . . . ἐκεῖνο  πού  μέ  ἐνδιαφέρει  περισσότερο  εἶναι  ἀκριβῶς  αὐτό  πού  πρόσθεσα  χωρίς  νά  τό  ξέρω  –αὐτό  τό  μέρος  τοῦ  ἀσυνειδήτου  πού  θά  ἤθελα  νά  τό  ὀνομάσω  μέρος  τοῦ  Θεοῦ . . . Ἄς  περιμένουμε  τήν  ἀποκάλυψη  τῶν  πραγμάτων  ἀπό  παντοῦ, τήν  ἀποκάλυψη  τῶν  ἔργων  μας  ἀπό  τό  Κοινό”»[2]. Γι’  αὐτό  καί  προσθέτει  ὁ  ἴδιος:  «Ἐδῶ  καί  μερικές  δεκαετίες  ἡ  λεγόμενη  ἀντικειμενική  (κατά  γράμμα)  θεωρία  ἑρμηνείας  ἀρχίζει  νά  παίρνει  τό  προβάδισμα, καί  μάλιστα  σέ  μιά  προφανῶς  παράλληλη  πορεία  μέ  τή  συνταγματική  καί  τή  δημοκρατική  ἀρχή»[3].

Ὁ  δεύτερος  κανόνας, ὁ  ὁποῖος  προβάλλεται, γιά  νά  κατοχυρωθεῖ  τό  ἔκκλητο  στό  θρόνο  τῆς  Κωνσταντινουπόλεως, εἶναι  ὁ  ιζ΄  καν.  τῆς  ἴδιας  Δ΄  Οἰκουμ.  Συνόδου. Αὐτός  διαλαμβάνει  τά  ἑξῆς:  «Τάς  καθ’  ἑκάστην  ἐπαρχίαν  ἀγροικικάς  παροικίας, ἤ  ἐγχωρίους, μένειν  ἀπαρασαλεύτους  παρά  τοῖς  κατέχουσιν  αὐτάς  Ἐπισκόπους, καί  μάλιστα  ἤ  τριακονταετῆ  χρόνον  ταύτας  ἀβιάστως  διακατέχοντες  ᾠκονόμησαν. Εἰ  δέ  ἐντός  τῶν  τριάκοντα  ἐτῶν  γεγένηταί  τις, ἤ  γένοιτο  περί  αὐτῶν  ἀμφισβήτησις, ἐξεῖναι  τοῖς  λέγουσιν  ἠδικῆσθαι  περί  τούτων  κινεῖν  παρά  τῇ  Συνόδῳ  τῆς  ἐπαρχίας. Εἰ  δέ  τις  ἀδικοῖτο  παρά  τοῦ  ἰδίου  Μητροπολίτου, παρά  τῷ  Ἐξάρχῳ  τῆς  διοικήσεως, ἤ  τῷ  Κωνσταντινουπόλεως  θρόνῳ  δικαζέσθω, καθ’  ἅ  προείρηται. Εἰ  δέ  καί  τις  ἐκ  βασιλικῆς  ἐξουσίας  ἐκαινίσθη  πόλις, ἤ  αὖθις  καινισθείη, τοῖς  πολιτικοῖς  καί  δημοσίοις  τύποις, καί  τῶν  ἐκκλησιαστικῶν  παροικιῶν  ἡ  τάξις  ἀκολουθείτω»  («Πηδάλιον», σελ. 199).

Ὁ  ἅγιος  Νικόδημος  ἐκτός  τῆς  ἑρμηνείας  του  παραθέτει  καί  μία  «Συμφωνία»  μεταξύ  κανόνων, ὅπου  γράφει  τά  ἑξῆς  στήν  περίπτωση  τοῦ  ιζ΄  καν.  τῆς  Δ΄  Οἰκουμ.  Συνόδου:  «Σημείωσαι  ὅτι  τοῦτον  τόν  Κανόνα  ἡ  ς΄.  εἰς  δύω  τμήματα  διαιρέσασα, τό  μέν  ἀπό  τῆς  ἀρχῆς  τοῦ  Κανόνος  ἕως  τοῦ, παρά  τῇ  Συνόδῳ  τῆς  ἐπαρχίας, κε΄.  Κανόνα  αὐτῆς  ποιεῖ, τό  δέ  ἀπό  τοῦ, εἰδέ  καί  τις  ἐκ  Βασιλικῆς  ἐξουσίας, μέχρι  τέλους, λη΄.  Κανόνα»  («Πηδάλιον», σελ. 200).

Πλήν  ὅμως  ἐάν  παρατηρήσουμε  προσεκτικά, θά  διαπιστώσουμε  ὅτι  οἱ  δύο  αὐτοί  κανόνες  ἀνανεώνουν  τήν  ἀρχή  καί  τό  τέλος  τοῦ  ιζ΄  τῆς  Δ΄  Οἰκουμ.  Συνόδου  καί  παραλείπουν  τό  τμῆμα  πού  λέει:  «Εἰ  δέ  τις  ἀδικοῖτο  παρά  τοῦ  ἰδίου  μητροπολίτου, παρά  τῷ  ἐξάρχῳ  τῆς  διοικήσεως, ἤ  τῷ  Κωνσταντινουπόλεως  θρόνῳ  δικαζέσθω, καθά  προείρηται».

Γιατί  τό  τμῆμα  αὐτό  τοῦ  ιζ΄  καν.  τῆς  Δ΄  Οἰκουμ.  Συνόδου  τό  παραλείπουν; Δέν  τό  ἀνανεώνουν; Παύει  νά  ἰσχύει; Δημιουργοῦσε  διαμάχες; Προέβλεπαν  οἱ  Πατέρες  κάτι; Δέν  μποροῦμε  νά  ποῦμε  μετά  βεβαιότητος  γιά  ποιό  λόγο  τό  ἔπραξαν. Ὡστόσο  μετά  βεβαιότητος  μποροῦμε  νά  ποῦμε  ὅτι  καθίσταται  ἀμφισβητήσιμη  ἡ  κατοχύρωση  οἱουδήποτε  γενικοῦ  ἐκκλήτου  πρός  τό  θρόνο  τῆς  Κωνσταντινουπόλεως  καί  ἀπό  τόν  κανόνα  αὐτόν  (ιζ΄)  τῆς  Δ΄  Οἰκουμ.  Συνόδου, ἀφοῦ  μάλιστα  στήν  ἀρχή  μιλάει  γιά  κάποιες  παροικίες.

Πάντως  καί  ἀπό  τούς  δύο  κανόνες  θ΄  καί  ιζ΄  τῆς  Δ΄  Οἰκουμ.  Συνόδου  ἐάν  δέν  στηρίζεται  καί  ἐάν  δέν  κατοχυρώνεται  σήμερα  τό  ἔκκλητο  τοῦ  θρόνου  Κωνσταντινουπόλεως, δέν  μπορεῖ  κανείς  νά  ἰσχυρισθεῖ  ὅτι  χάνει  καί  τά  πρεσβεῖα  τῆς  τιμῆς. Ἐπ’  αὐτοῦ  βοηθάει  καί  ἡ  διατύπωση  τοῦ  κη΄  καν.  τῆς  Δ΄  Οἰκουμ.  Συνόδου  καί  ἡ  προσεκτική  («ἀκριβής»)  μελέτη  αὐτοῦ  ἐκτός  ἀπό  ἐκεῖνα  πού  εἴχαμε  γράψει  παλαιότερα  καί  γενικότερα:  « . . . ἡ  θέση  καί  ἡ  σειρά  τῶν  θρόνων  καθορίστηκε  βάσει  καί  τοῦ  πολιτικοῦ  παράγοντος. Καί  καθορίστηκε  ἀπό  Οἰκουμενικές  Συνόδους, τό  ἀνώτατο  ὄργανο  τῆς  Ἐκκλησίας. Ἅπαξ  λοιπόν  καί  ἔλαβε  αὐτό  τό  οἰκουμενικό  κῦρος  καί  παγιώθηκε  αὐτή  ἡ  τάξη, φαίνεται  ὅτι  ὀφείλει, ὅτι  δύναται, νά  παραμείνει  τέτοια, ἀνεξαρτήτως  τῶν  μεταβολῶν, οἱ  ὁποῖες  ἐνδέχεται  νά  ἐπισυμβοῦν  στόν  πολιτικό  παράγοντα, ὁ  ὁποῖος  εἶναι  δυνατόν  νά  μή  λαμβάνεται  πλέον  σοβαρῶς  ὑπ’  ὄψη. Ἄλλωστε  καί  ὁ  ἐπίσκοπος  Ρώμης, ὅταν  μεταφέρθηκε  ἡ  πρωτεύουσα  τοῦ  Κράτους  στή  Νέα  Ρώμη, στήν  Κωνσταντινούπολη, ἐξακολούθησε  νά  διατηρεῖ  τά  πρεσβεῖα  καί  τά  πρωτεῖα  τιμῆς, ὅσο  βεβαίως  παρέμενε  στήν  Ὀρθοδοξία»[4].

Παρατηροῦμε, λοιπόν, στόν  κη΄  καν.  εἰδικότερα  ὅτι  οἱ  Πατέρες  τῆς  Δ΄  Οἰκουμ.  Συνόδου  δέν  ἀφαίρεσαν  τά  πρεσβεῖα  ἀπό  τό  θρόνο  τῆς  πρεσβυτέρας  Ρώμης, τά  ὁποῖα  εἶχαν  προσδώσει  («ἀποδεδώκασι»)  σ’  αὐτόν  οἱ  Πατέρες  τῆς  Β΄  Οἰκουμ.  Συνόδου, «διά  τό  βασιλεύειν  τήν  πόλιν», ἕνεκα  τοῦ  ὅτι, ἐπειδή, ἐβασίλευε  πρότερον, ἤ  ὅπως  λέει  ὁ  ἅγιος  Νικόδημος, «διά  τό  νά  εὑρίσκετο  βασιλεία  εἰς  τήν  πόλιν  ἐκείνην» («Πηδάλιον», σελ. 207). Ἔτσι  καί  ἡ  Κωνσταντινούπολη  δέν  χάνει  τά  πρεσβεῖα  πού  τῆς  ἔχουν  δοθεῖ, ἕνεκα  τῆς  κυριεύσεώς  της  καί  τῆς  ὑποδουλώσεώς  της, τῆς  ἀπώλειας  τῆς  βασιλείας  καί  τῆς  ἐλευθερίας  της.

Μόνο  εἶναι  δυνατόν  νά  ὑποστηριχθεῖ  κοσμικῶς  κάτι  ἄλλο, ὅτι  ἀποδυναμώθηκε  ἰδίως  μέ  τήν  παραχώρηση  τῶν  αὐτοκεφαλιῶν  στά  ἐμφανιζόμενα  ἤ  ἀναπτυσσόμενα  χριστιανικά  κράτη  καί  τίς  Ἐκκλησίες-ἱεραρχίες  τους.

Αὐτό  ὅμως  δέν  σημαίνει  πραγματική  ἀποδυνάμωση, ἄν  λάβουμε  ὑπ’  ὄψη  μας  τήν  ὑπέροχη  γνώμη-περιγραφή  τοῦ  Πατριάρχου  Κωνσταντινουπόλεως  Ἁγίου  Ἰωάννου  τοῦ  Χρυσοστόμου, τοῦ  ἀληθινοῦ  χρυσορρήμονα, πού  λέει:  «Τά  μέν  γάρ  τοῦ  παρόντος  ἀξιώματα  βίου  τότε  μείζονα  φαίνεται, ὅταν  εἰς  ἕνα  περιστῇ  μόνον·  ἐπί  δέ  τῶν  πνευματικῶν  τοὐναντίον·  τότε  λάμπει  τό  τῆς  τιμῆς, ὅταν  πολλούς  τῆς  προεδρείας  ἔχῃ  κοινωνούς  καί  ὅταν  ὁ  μετέχων  μή  εἷς  ᾖ, ἀλλά  πολλούς  ἔχῃ  τούς  τῶν  αὐτῶν  ἀπολάβοντας»[5].

Ἀντιθέτως, λοιπόν, ἀντί  νά  ἔχουμε  ἀποδυνάμωση  τῶν  πρεσβείων  τοῦ  πατριαρχικοῦ  θρόνου  μέ  αὐτήν  τή  συνοδική  μορφή  ἔχουμε  ἰδιαίτερη  ἐνδυνάμωσή  του.

 

Παναγιώτης  Ἰ.  Μπούμης

Ὁμότ.  Καθηγητής  Παν/μίου  Ἀθηνῶν

[1] Ἔκκλητος  ἤ  ἔκκλητο:  Κάνω  ἤ  δέχομαι  ἔφεση. Πρβλ.  «Πηδάλιον», σελ. 120, ὑποσ., στ. α΄:  «Ἀγωγή  ἀπό  οἱουδήποτε  δικαστηρίου  ἀφ’  ἕτερον  μεῖζον  δικαστήριον».

[2] K.  Engisch – Μετάφρ.  Δ.  Σπινέλλη, Εἰσαγωγή  στή  νομική  σκέψη, ἔκδ.  Μορφωτικό  Ἵδρυμα  Ἐθνικῆς  Τραπέζης, Ἀθήνα  1981, σελ. 108.

[3] Ὅπ. παρ., σελ. 111. Πρβλ.  καί  Π.  Μπούμη, Κανονικόν  Δίκαιον, Ἔκδοση  Γ΄, Ἐκδόσεις  «Γρηγόρη», Ἀθήνα  2002, σελ. 77.

[4] «Πρωτεῖα  μεταξύ  τῶν  Ἐκκλησιῶν  (Τά  πρεσβεῖα  τῶν  θρόνων)», Ἱστ.  Romfea, Ἀποστολ.  Διακονία  καί  Παν.  Μπούμη, Πρωτεῖα = Πρεσβεῖα  καί  περί  τό  οὐκρανικό  ζήτημα, Ἀθῆναι  2020, σελ. 13.

[5] Εἰς  ἀπόστολον  Παῦλον, Ὁμιλία  7, PG  50,509. Πρβλ.  καί  Κων.  Μουρατίδου, Ἡ  οὐσία  καί  τό  πολίτευμα  τῆς  Ἐκκλησίας  κατά  τήν  διδασκαλίαν  Ἰωάννου  τοῦ  Χρυσοστόμου, Ἐν  Ἀθήναις  1958, σελ. 237.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

Σερβία: Σύγκρουση τρένων στο Βελιγράδι – Δεκατρείς τραυματίες

Δεκατρείς άνθρωποι τραυματίστηκαν την Παρασκευή (17/5), οι τέσσερις σοβαρά, σε σύγκρουση εμπορευματικού με επιβατικό τρένο καθώς κατά τις πρώτες ενδείξεις παραβιάστηκε ερυθρός σηματοδότης μέσα...