Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024

Καλό το rebrain Greece αλλά δεν φτάνει

 

Ανακοίνωσε το Υπουργείο Εργασίας μια πρωτοβουλία για τον επαναπατρισμό εργατικού δυναμικού υψηλής στάθμης που μετανάστευσε στο εξωτερικό τα χρόνια της κρίσης. Για την αντιστροφή του λεγόμενου brain drain, της “διαρροής μυαλών” από την Ελλάδα σε άλλες χώρες. Βασικός μηχανισμός που πρότεινε το Υπουργείο για την έναρξη της φιλόδοξης προσπάθειας, μια και είναι εκατοντάδες χιλιάδες οι νεότεροι συμπολίτες μας που επέλεξαν μια καριέρα στο εξωτερικό, είναι η επιδότηση του μισθού όσων επιλέξουν την επιστροφή (στο 70% υπολογίζεται) για χρονικό διάστημα ενός έτους και με τη δέσμευση της εταιρείας για ακόμη ένα έτος πως θα κρατήσει τον εργαζόμενο. Με αυτόν τον τρόπο υπολογίζουν σε μισθούς της τάξης των 3.000 ευρώ (μεικτά όπως ειπώθηκε).

Ας μιλήσουμε λίγο γι’ αυτό. Πρώτα απ’ όλα κι επειδή σχολιάστηκε, είναι θεμιτή μια τέτοια πρόθεση από το καθ’ ύλιν αρμόδιο Υπουργείο; Μπορεί να σχεδιάζει πολιτικές με τέτοια στόχευση; Η απάντηση είναι σαφέστατα ναι. Θα υποστήριζα μάλιστα πως ανήκει στις “σκληρές” υποχρεώσεις τόσο του Υπουργείου όσο και της Κυβέρνησης και θα εξηγήσω. Απλώς, υπάρχουν έντονες επιφυλάξεις ως προς το πόσο αρκούν μεμονωμένες προσπάθειες όπως αυτή για την αντιστροφή μιας τόσο ισχυρής τάσης, που βεβαίως έχει πολύπλευρα αίτια και όχι μόνο το ύψος ενός μισθού. Πιο αποτελεσματικές θα ήταν οριζόντιες πολιτικές και προσεγγίσεις, που υπερβαίνουν τα όρια ενός ή περισσοτέρων Υπουργείων και μάλιστα για σειρά ετών, έτσι ώστε να χτιστεί η πολυπόθητη αξιοπιστία και εμπιστοσύνη.

Αλλά ας πάμε από την αρχή. Γιατί χρειάζονται τέτοιες πολιτικές; Δεν είναι απολύτως θεμιτές οι φιλοδοξίες οποιουδήποτε νέου, να διεκδικήσει την καριέρα που ονειρεύεται; Φυσικά και είναι. Σε μια εποχή ανταλλαγών κάθε είδους και ανοικτής οικονομίας, η κινητικότητα παρουσιάζεται σχεδόν ως φυσικό φαινόμενο. Όποιος διαθέτει τα ανάλογα εφόδια εκπαίδευσης και ικανοτήτων δικαιούται να θεωρεί ως πεδίο δράσης κι ενδιαφέροντός του το σύνολο του “προηγμένου” κόσμου. Από την άλλη όμως και η χώρα από την οποία προήλθε, από της οποίας το εκπαιδευτικό σύστημα απέκτησε τις βασικές του δεξιότητες έχει “έννομο συμφέρον” να επιδιώκει την απόσβεση αυτής της επένδυσης. Να κρατήσει δηλαδή τους νέους και καταρτισμένους πολίτες της και να απολαύσει την παραγωγική τους δυναμική στην οικονομία και κοινωνία της. Από το ΑΕΠ της έως κάθε μορφής συνδρομή στην κοινωνική διαδικασία.

Για τη λειτουργία των σχολείων και των Ανωτάτων Ιδρυμάτων στη χώρα, δαπανώνται συγκεκριμένα κονδύλια. Είναι λοιπόν “κρίμα” (με όρους οικονομικούς) οι καλύτεροι ενδεχομένως αυτής της εκπαιδευτικής διαδικασίας, να αποκτούν σε μία χώρα τα βασικά τους εφόδια και ύστερα να αυξάνουν το ΑΕΠ άλλων οικονομιών. Το είδαμε πχ σε ειδικότητες όπως της Ιατρικής, όπου χιλιάδες Έλληνες πτυχιούχοι λόγω των άθλιων εγχώριων συνθηκών οδηγήθηκαν σε άλλες χώρες με ισχυρή ζήτηση. Και βέβαια, δεν μπορούμε να αγνοούμε το μέγα θέμα του ασφαλιστικού. Αν οι παραγωγικότερες και δυναμικότερες “φουρνιές” οδηγούνται εξ ανάγκης στην αλλοδαπή από πού και πώς θα χρηματοδοτηθούν οι συντάξεις; Πώς θα αποτραπούν νέες αιματηρές μειώσεις και αναπροσαρμογές;

Ναι λοιπόν, είμαστε από θέση αρχής υπέρ της κινητικότητας. Από ατομικής πλευράς ο καθένας δικαιούται να κάνει τις επιλογές του. Όμως και η Κυβέρνηση υποχρεούται να φροντίζει όχι μόνο για τον παρόντα χρόνο αλλά και για τις επερχόμενες γενιές. Και βασικό της καθήκον είναι να διαμορφώνει μία εικόνα χώρας που συγκρατεί το βασικότερό της πόρο. Τους ανθρώπους της. Γιατί καλό είναι να υπολογίζουμε πχ το έλλειμμα του προϋπολογισμού. Μαζί με αυτό όμως και ίσως ακόμα βασικότερο είναι να έχουμε το νου μας και στο ισοζύγιο έμψυχου δυναμικού. Εκεί που τώρα εμφανίζουμε δραματικό έλλειμμα.

Παρουσίασε πρόσφατα ο ΣΕΒ σειρά προτάσεων για την αντιστροφή της τάσης. Προτάσεις που αφορούν καθαρά τον εργασιακό χώρο και μάλιστα για της συγκεκριμένης υψηλής επαγγελματικής στάθμης κατηγορίας. Δεν θα μείνουμε σε αυτά, οι ειδικοί γνωρίζουν καλύτερα και τα καταγράφουν. Άλλωστε, όπως πιστεύουμε, η επιλογή της μετανάστευσης, γίνεται για ένα πλέγμα λόγων. Πρώτα και κύρια για ευρύτερα οικονομικούς. Δεν είναι μόνο ο μισθός στενά. Είναι και η προοπτική, σε συνδυασμό με τη φορολογία.

Με τα αντισταθμιστικά οφέλη που παρέχει ένα σοβαρό κράτος. Οι υγειονομικές παροχές και η ασφάλεια για την οικογένεια του κάθε εργαζομένου. Είναι εμφανές πως σε όλα αυτά η χώρα μας, ιδίως τα τελευταία χρόνια της συνεχούς ανασφάλειας και αναξιοπιστίας όσο και αυθαιρεσίας (συνεχείς νομοθετικοί αιφνιδιασμοί και ανατροπές που ακύρωναν ολόκληρα “πλάνα ζωής”) όπως συχνά απέδειξαν τα Δικαστήρια, έχει πολύ δρόμο να διανύσει για να αντιστρέψει την αφιλόξενη εικόνα.

Κι είναι βέβαια και το μέγα θέμα της αξιοκρατίας. Της βεβαιότητας πως ο καθένας θα αξιοποιηθεί και θα ανταμειφθεί με βάση ακριβώς την αξία του και δεν θα αναγκαστεί να μπει σε μία λίστα ντροπής και αναξιοπρέπειας, περιμένοντας την εύνοια συγκεκριμένων “κύκλων” συμφερόντων. Στον τομέα αυτό, τι άλλο να πούμε. Η πραγματικότητα είναι τόσο γλαφυρή που δεν χρειάζεται ιδιαίτερη επιχειρηματολογία.

Κάθε πτυχή μιας χώρας, η καθημερινότητά της η ίδια, αποτελούν παράγοντες έλξης ή απώθησης για πολίτες υψηλού μορφωτικού επιπέδου και εξειδίκευσης. Από το επίπεδο των υποδομών και τις δημόσιες συγκοινωνίες, ως την αίσθηση ασφάλειας, τη δημόσια τάξη αλλά και τη λειτουργία της Δικαιοσύνης και της απονομής της. Η αίσθηση πως αν κάτι δεν πάει σύμφωνα με την έννομη τάξη (που και αυτή θα κυριαρχείται από την κοινή λογική) θα μπορέσει κάποιος να βρει το δίκιο του σε εύλογο χρόνο. Θα μπορέσει να σπουδάσει το παιδί του σε σχολεία επιπέδου και να είναι ασφαλής πως οι βασικές του ανάγκες θα καλύπτονται από τις κρατικές δομές. Ότι γενικά δεν θα χρειάζεται καθημερινός αγώνας και εφευρετικότητα μόνο και μόνο για να ξεφεύγει κανείς από τις τρικλοποδιές του ίδιου του κράτους…

Έτσι λοιπόν, καλές οι πρωτοβουλίες και επαινετέες, αν και οφειλόμενες. Αλλά καλό είναι να μην θέτουν υπερβολικά φιλόδοξους στόχους, ούτε να διαθέτουν βαρύγδουπα ονόματα, όταν είναι μερικές και αποσπασματικές. Η προσπάθεια για την οικοδόμηση σύγχρονου κράτους-γιατί τελικά περί αυτού πρόκειται- είναι μια εξαιρετικά σύνθετη και επίπονη προσπάθεια που θα απαιτήσει χρόνο, γνώση, πρόγραμμα και επιμονή.

Του Νίκου Κασκαβέλη

capital.gr

* Νίκος Κασκαβέλης, Δικηγόρος (ΜΔΕ, MSc)

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ