Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024

Δημοκρατία versus Κομματοκρατία: Μέρος Β’

Γράγει ο Γ. Βοσκόπουλος,

 Αναπλ. Καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών, Τμήμα ΔΕΣ, ΠΑΜΑΚ

Είναι σαφές ότι στόχος της κομματοκρατίας είναι ο απόλυτος έλεγχος και η στήριξη ενός συστήματος διαπλοκής, ιδιοτελών (ατομικών) και κομματικών συμφερόντων. Οι πρακτικές αυτές επί της ουσίας ακυρώνουν τα πολλαπλά οφέλη της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αφού κομματικοί μηχανισμοί παρεμβαίνουν και αλλοιώνουν τη σχέση εντολέα- εντολοδόχου. Η παθογένεια αυτή επιβάλλει συγκεκριμένες νόρμες λειτουργίας στον κρατικό μηχανισμό. Ιδιαίτερα στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης οικοδομεί αμφίδρομες σχέσεις εξάρτησης από ένα κομματικό περιβάλλον που ενίοτε δρα ως κομματικό παρακράτος με τη συνδρομή κρατικών φορέων και υπηρεσιών όχι τόσο σε κεντρικό επίπεδο όσο σε επίπεδο αυτονομημένων πυρήνων που δρουν ανεξέλεγκτα. Αυτό για να συντηρηθεί ένα παθογόνο πελατειακό σύστημα που εξυπηρετεί το συμφέρον των ολίγων, των ημέτερων. Η λειτουργία αυτή είτε απομακρύνει τα κόμματα από την εκλογική τους βάση είτε / ή επιτρέπει σε μικρές ομάδες να αυτονομούνται επιχειρησιακά με τη συνεργασία ανθρώπων εκ των έσω αλλά και εξωτερικών υποστηρικτικών μηχανισμών, κρατικών ή μη.

Ως αποτέλεσμα, τα κόμματα δεν ικανοποιούν καταστατικά τον συνταγματικό τους ρόλο σύμφωνα με το άρθρο 29 και δεν εξυπηρετούν «την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος»[1]. Ουσιαστικά γίνονται τροχοπέδη στην εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατίας και αποτελούν φορείς στρέβλωσης θεμελιωδών δικαιωμάτων και αξιών που διέπουν το κανονιστικό πλαίσιο της ενδοκρατικής τάξης. Με αυτό τον τρόπο ακυρώνουν τον εσωτερικό Λεβιάθαν και τον κανονιστικό του ρόλο.

Όταν πολιτικοί φορείς ελέγχουν το κράτος ή άλλους οργανισμούς καταλύεται η δημοκρατία και εκφυλίζεται σε κομματοκρατία. Το φαινόμενο χαρακτηρίζει ακόμα και χώρους ελευθερίας όπως το πανεπιστήμιο, περιορίζοντας την ελεύθερη βούληση, καταπατώντας ατομικά δικαιώματα και ατομικές ελευθερίες που αφορούν μεταξύ άλλων την απόδοση δικαιοσύνης, τη διαφάνεια και την ισονομία. Το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο όταν υπάρχει μια καθεστωτική κομματοκρατία κάτι που μπορεί να εμφανιστεί όχι μόνο σε επίπεδο Δήμου, ως πρότυπο οργανωτικής δομής, αλλά και σε μικρότερο επίπεδο (πχ. πανεπιστήμιο). Επισημαίνεται ορθά ότι «η κομματοκρατία στηρίζεται στην αρχή και την πρακτική των πελατειακών σχέσεων. Mέσω χαριστικών πράξεων, διορισμών, παροχών και προνομίων σε προσκείμενους και ημέτερους, οι πολιτικοί και κυρίως τα κόμματα εξαγοράζουν εξουσία». Αυτή χρησιμοποιείται προκειμένου να ικανοποιήσει ιδιοτελή συμφέροντα, γεγονός που δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο πολυμερούς διαπλοκής.

Όπως εύλογα σημειώνεται, «τα κόμματα, ιδίως της λαϊκής Δεξιάς και της συνδικαλιστικής Αριστεράς που συγκροτούν το ενιαίο κυρίαρχο block της καθεστωτικής κομματοκρατίας, κυβερνούν για ίδιο λογαριασμό και για αυτούς που τα εκλέγουν. Αυτοί είναι οι κομματικοί προσκείμενοι και ημέτεροι, οι «κολλητοί», οι «κουμπάροι» και οι συναλλασσόμενοι μαζί τους στο πλαίσιο των πελατειακών σχέσεων. Τέτοιες σχέσεις είναι οι χαριστικές πράξεις, οι διορισμοί, οι παροχές και τα προνόμια υπέρ αυτών που στελεχώνουν τους κρατικοδίαιτους μισθοφορικούς κομματικούς και εκλογικούς στρατούς, τις ομάδες, τις «παρέες», τα κυκλώματα και τις κλίκες. Για την εξυπηρέτηση των πελατειακών σχέσεων τα κόμματα μετέρχονται πρακτικές αθέμιτες ή ακόμα και παράνομες, όπως είναι η ανισονομία, η αναξιοκρατία, η διαφθορά, η υφαρπαγή των διοικητικών αξιωμάτων»[2].

Σε μικρότερες οργανωτικές δομές από αυτήν του κράτους η κομματοκρατία δημιουργεί συνθήκες όχι απλά ενός λανθάνοντος φασισμού αλλά μία φασιστική νόρμα λειτουργίας. Αυτό είναι δυνατό αφού φορείς και υπηρεσίες που υποχρεούνται να συνδράμουν και αντιμετωπίσουν φαινόμενα ανομίας είτε αδυνατούν να το κάνουν είτε αποτελούν επικουρικούς παράγοντες της ανομίας που έχει επιβάλλει η κομματοκρατία. Η επιλογή αυτή ουσιαστικά αποδομεί το κράτους δικαίου. Μάλιστα η όποια προσπάθεια μεταβολής αυτής της οργανωτικής δομής θεωρείται «παράλογη». Αυτή είναι η κυρίαρχη συλλογική λογική όταν ένα κομματοκρατούμενο σύστημα απειλείται.

Η κατάρρευση της χώρας δεν θα πρέπει να συνδέεται απλά με την οικονομική και διαχειριστική διάσταση του ελληνικού ζητήματος αλλά και με την πολιτική παρακμή που γιγάντωσε σταδιακά η μεταπολίτευση δημιουργώντας παρασιτικά κέντρα εξουσίας. Ο Χ. Τσούκας ορθά προσδιορίζει την κομματοκρατία ως μια «φατριαστική, περσοναλιστική λειτουργία» της δημόσιας διοίκησης[3]. Ωστόσο η ικανοποίηση των πελατειακών σχέσεων δεν είναι ο μοναδικός στόχος. Μακροπρόθεσμα στόχος είναι ο έλεγχος των μηχανισμών λήψης αποφάσεων. Ορθά συνεπώς επισημαίνεται ότι «η κομματοκρατία δεν περιορίζεται μόνο στην κλασική παθογένεια των πελατειακών σχέσεων, αλλά εκδηλώνεται ευρύτερα ως κομματική υποκατάσταση στη λήψη αποφάσεων από επιμέρους όργανα της πολιτείας, στερώντας τους τη δυνατότητα αυτόνομης λειτουργίας, καθώς και ως άκρατη διείσδυση σε θεσμικούς χώρους της κοινωνίας»[4]. Τα παραπάνω περιγράφουν τον πυρήνα του προβλήματος της «κομματοκρατούμενης δημοκρατίας» και τον τρόπο με τον οποίο η κομματοκρατία υπονομεύει τη διαφάνεια, την αξιοκρατία και την αυτονομία των φορέων καθιστώντας τους τελικά κομματικό λάφυρο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ Ά ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ

[1] Γ. Καραβοκύρης, 
«Από την κομματοκρατία στη δημοκρατία των κομμάτων», Καθημερινή, 3-7-2016

[2]  Ι. Οικονομιδης,
Κομματοκρατία και εθνική διακινδύνευση, Καθημερινή, 14.10.2016
[3] Χ. Τσούκας, Τι
θα ήταν μια ριζική μεταρρύθμιση στη δημόσια διοίκηση; ΕΛΙΑΜΕΠ, http://www.eliamep.gr/wp-content/uploads/2013/02/Tsoukas.pdf

[4]
Ξενοφών
Κοντιάδης, «Η
εξουσία που διαφθείρει», ΕΘΝΟΣ,
http://www.ethnos.gr/ksenofon_kontiadis/arthro/h_eksousia_pou_diaftheirei-64485949/ 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ