Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024

Το «παραμύθι» με τις κρατικές συντάξεις τελειώνει

Κανείς δεν πιστεύει ότι οι ψηφισμένες περικοπές στις συντάξεις θα είναι και οι τελευταίες, κάθε χρόνο θα συζητάμε για το ψαλίδι της επόμενης χρονιάς, λέει στο Liberal ο Σταύρος Παναγέας, αναπληρωτής καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Λος Αντζελες (UCLA).

Ο άνθρωπος που μαζί με τον Πλάτωνα Τήνιο έχουν ασχοληθεί όσο κανείς με το Ασφαλιστικό, εξηγεί γιατί όλες οι μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει μέχρι σήμερα, ήταν παραμετρικές, και δεν πείραξαν τη κεντρική φιλοσοφία του συστήματος.

Θεωρεί αδιανόητο στην Ελλάδα του χρεοκοπημένου κράτους οι συντάξεις να παραμένουν ακόμη αμιγώς κρατική υπόθεση, όταν σε όλες τις χώρες έχει ανοίξει η συζήτηση της καθιέρωσης πολλαπλών πυλώνων, όπου ένα μεγάλο μέρος των σημερινών συντάξεων καλύπτεται από το κεφαλαιοποιητικό σύστημα, μέσα από ιδιωτικά προγράμματα.

Χωρίς αλλαγή φιλοσοφίας, εξηγεί ότι το σύστημα θα εγκλωβιστεί σε ένα φαύλο κύκλο περικοπών, αθέτησης υποσχέσεων, με αποτέλεσμα περαιτέρω εισφοροδιαφυγή, ακόμη περισσότερες περικοπές και πάει λέγοντας. «Είναι ώρα να αλλάξουμε το Μανωλιό, όχι απλώς τα ρούχα του», σημειώνει ο κ. Παναγέας.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη

– Στο κεφάλαιο «Συντάξεις, φρένο στον Κατήφορο» που συνυπογράφετε μαζί με τον Πλάτωνα Τήνιο στο βιβλίο «Πέρα από τη Λιτότητα», διαπιστώνετε ότι το συνταξιοδοτικό σύστημα εξακολουθεί να αποσταθεροποιεί την ελληνική οικονομία. Εξηγείστε μας όσο πιο απλά γίνεται, το γιατί…

Ο λόγος είναι ότι όλες οι μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει μέχρι στιγμής είναι παραμετρικές αλλαγές στο υπάρχον διανεμητικό σύστημα, χωρίς να αλλάζουν την κεντρική φιλοσοφία του συστήματος. Το αν οι παραμετρικές αλλαγές θα είναι αρκετές ή όχι θα εξαρτηθεί από δημογραφικές και οικονομικές εξελίξεις σε βάθος χρόνου, που είναι δύσκολο να προβλεφθούν. Επίσης, οι συνεχείς περικοπές στις συντάξεις, οι αλλαγές στα όρια ηλικίας, και γενικότερα οι συνεχείς αλλαγές των κανόνων έχουν δυναμιτίσει τη σχέση εμπιστοσύνης των πολιτών στην ανταποδοτικότητα του συστήματος και έχουν ενισχύσει τα κίνητρα για εισφοροδιαφυγή.

– Τελικά και παρά τους κατά καιρούς επαίνους των δανειστών, οι συντάξεις παραμένουν μια βασική πηγή ανησυχίας. Μήπως οι μέχρι σήμερα αλλαγές δεν ήταν αρκετά ρηξικέλευθες; Φταίει ότι οι μέχρι σήμερα αλλαγές δεν ήταν ρηξικέλευθες, και ότι οι συντάξεις παραμένουν κρατικές, χρηματοδοτούμενες αποκλειστικά από τις μελλοντικές γενιές;

Ακριβώς. Σε όλες τις χώρες του κόσμου που έχουν μεταρρυθμίσει τα συστήματά τους η γενική τάση είναι κοινή: Να επικεντρωθεί ο ρόλος του κράτους στην ενίσχυση του συνταξιοδοτικού εισοδήματος των οικονομικά αδύνατων, και να ενισχυθεί ο ρόλος της ιδιωτικής συνταξιοδοτικής μέριμνας για τους υπόλοιπους. Στην Ελλάδα αυτή η συζήτηση (η οποία λίγο ως πολύ γίνεται σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες) δεν έχει ανοίξει ακόμη. Αυτό μου φαίνεται ιδιαίτερα παράδοξο, με δεδομένο ότι κυρίως στην Ελλάδα το κρατικό συνταξιοδοτικό σύστημα αθέτησε πολλές από τις υποσχέσεις που έδωσε στους συνταξιούχους. Οπότε θα περίμενε κανείς να υπάρχει μια έντονη συζήτηση για την εκ βάθρων αλλαγή της φιλοσοφίας του συστήματος.

– Αναφέρεστε προφανώς σε μια μεταρρύθμιση με στοιχεία κεφαλαιοποίησης, δηλαδή εισαγωγή του περίφημου 3ου Πυλώνα…

Ακριβώς. Ενισχύοντας τον τρίτο πυλώνα (την ιδιωτική συνταξιοδοτική μέριμνα) το σύστημα γίνεται εξ ορισμού ανταποδοτικό και εκλείπουν τα κίνητρα για εισφοροδιαφυγή. Επίσης ένα σύστημα ιδιωτικών συνταξιοδοτικών λογαριασμών επιτρέπει ευελιξία, μια και καθένας μπορεί να αποφασίζει σε ποια ηλικία επιλέγει να συνταξιοδοτηθεί, ποιο ποσοστό αναπλήρωσης επιδιώκει, κτλ. Έτσι περιορίζονται οι στρεβλώσεις που προκύπτουν από ένα άκαμπτο κρατικό σύστημα (“one size fits all”) και περιορίζεται το ρίσκο που απορρέει για το κράτος από τον καθορισμό μιας ενδεχόμενα μη βιώσιμης σχέσης εισφορών/παροχών.

Χρειάζεται επομένως αλλαγή φιλοσοφίας, όχι μόνο παραμέτρων, Διότι πολύ απλά, χωρίς αλλαγή φιλοσοφίας το σύστημα θα εγκλωβιστεί σε ένα φαύλο κύκλο περικοπών, αθέτησης υποσχέσεων, με αποτέλεσμα περαιτέρω εισφοροδιαφυγή, ακόμη περισσότερες περικοπές και πάει λέγοντας.

Τέλος θα ήθελα να επισημάνω ότι οι ατομικοί λογαριασμοί μπορούν να αποτελέσουν κληροδότημα, ένα στοιχείο που κυρίως οι ελληνικές οικογένειες με τους στενούς δεσμούς τους θα εκτιμούσαν ιδιαίτερα.

– Σε ένα τέτοιο σύστημα, σε τι ποσοστό επί των σημερινών θα ανέρχονταν οι κρατικές συντάξεις (και οι αντίστοιχες εισφορές); Έχουν ακουστεί διάφορα ποσοστά, όπως π.χ. ότι θα μπορούσαν να ισοδυναμούν με το 50% των τωρινών…

Τα συγκεκριμένα νούμερα θα είναι θέμα μιας εκτενούς συζήτησης όταν ανοίξει αυτός ο διάλογος. Το κράτος μπορεί να ενισχύσει την κρατική σύνταξη (σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα) για τους οικονομικά ασθενέστερους, δίνοντας ώθηση στην ιδιωτική και περιορίζοντας την κρατική μέριμνα για εργαζόμενους που έχουν σταθερές δουλειές και μπορούν να εξασφαλίσουν μεγάλα ποσοστά αναπλήρωσης με τους ατομικούς συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς.

– Σύμφωνοι, αλλά τι θα γίνει με την περίφημη μεταβατική περίοδο; Της ύπαρξης δηλαδή μιας μεταβατικής γενιάς που θα πληρώσει δύο φορές: Μία για τις δικές της συντάξεις, και μία για τους γονείς της; Τι λύση προτείνετε γι΄ αυτό το πρόβλημα;

Στο κεφάλαιο που υπογράφουμε με τον κ. Τήνιο, αφιερώνουμε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ανάλυσης σε αυτό το θέμα. Η κεντρική ιδέα είναι απλή. Στους υφιστάμενους συνταξιούχους παρέχονται ομόλογα αναγνώρισης (“recognition bonds”) τα οποία εκδίδει το κράτος και είναι ίσα (σε καθαρή παρούσα αξία) με την οφειλή του κράτους προς αυτούς. Έτσι διαφυλάσσονται οι υφιστάμενες συντάξεις.

Αντί εισφορών στο διανεμητικό σύστημα, οι σημερινοί και μελλοντικοί νέοι αγοράζουν αυτά τα ομόλογα ως επενδυτικά, τοκοφόρα προιόντα, ως μέρος της δικής τους αποταμίευσης. Αποδεικνύουμε ότι μια τέτοια μετάβαση είναι βιώσιμη, με την έννοια ότι οι συνταξιοδοτικές εισφορές των νέων εργαζομένων παίρνουν την μορφή αποταμίευσης σε recognition bonds και είναι ικανές να εξασφαλίσουν στους υφιστάμενους συνταξιούχους τις συντάξεις τους, χωρίς να χρειάζεται η χώρα να καταφύγει σε επιπλέον (εξωτερικό) δανεισμό.

– Τελικά, θεωρείτε ότι ακόμη και σήμερα, τα διάφορα τεχνικά εμπόδια λειτουργούν ως πρόσχημα για να αποσιωπώνται ρηξικέλευθες λύσεις και να περιορίζεται το δικαίωμα επιλογής;

Ναι, ξεκάθαρα. Οι διεθνείς εμπειρίες δείχνουν ότι υπάρχουν λύσεις. Πολλές από αυτές έχουν ήδη εφαρμοστεί, και έτσι δεν χρειάζεται να πειραματιστούμε. Απλά να ακολουθήσουμε βέλτιστες πρακτικές.

– Έστω ότι δεν κάνουμε τίποτα από τα παραπάνω. Οι υπερβάσεις στα ελλείμματα των Ταμείων θα εξακολουθούν να μας απειλούν με δημοσιονομικό εκτροχιασμό; Και σε πόσα χρόνια από σήμερα διαβλέπετε ότι θα εκδηλωθούν αυτοί οι κίνδυνοι; Άμεσα, σε 5, σε 10 χρόνια ή αργότερα;

Αυτή η ερώτηση είναι δύσκολο να απαντηθεί. Ακόμη και σε χώρες με πολύ αξιόπιστα στοιχεία και αναλογιστικές μελέτες (π.χ. ΗΠΑ) είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστεί πότε ακριβώς ένα διανεμητικό σύστημα γίνεται μη βιώσιμο. Παράμετροι όπως οι ροές στην αγορά εργασίας, η έκταση της εισφοροδιαφυγής, η αύξηση της παραγωγικότητας, το προσδόκιμο ζωής, κτλ είναι δύσκολο να εκτιμηθούν σε βάθος χρόνου, και όλες αυτές οι παράμετροι επηρεάζουν τη βιωσιμότητα του συστήματος. Με τη δημογραφική κατάσταση της Ελλάδας κάθε διανεμητικό σύστημα, όπου οι εκάστοτε εργαζόμενοι στηρίζουν τους εκάστοτε συνταξιούχους με τις εισφορές τους, ενέχει μακροπρόθεσμους κινδύνους για τα δημόσια οικονομικά. Άλλωστε, όταν έχουν γίνει τόσες περικοπές, που έχουν βαφτιστεί τελευταίες, πώς είναι δυνατόν να πιστέψει κανείς ότι η όποια επικείμενη παραμετρική αλλαγή θα είναι και η τελευταία? Για αυτό πιστεύω ότι είναι ώρα να αλλάξουμε το Μανωλιό, όχι απλώς τα ρούχα του. Να αλλάξουμε δηλαδή τη φιλοσοφία του συστήματος.

– Σε κάθε περίπτωση, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι επιχειρήσεις διαμαρτύρονται περισσότερο παρά ποτέ για το γεγονός ότι το μη μισθολογικό κόστος δυσχεραίνει τη λειτουργία τους και υποσκάπτει την ανταγωνιστικότητα τους. Αν δεν κάνουμε τίποτα, βλέπετε η μαύρη εργασία να διογκώνεται κι άλλο;

Ναι. Ένα από τα βασικότερα πλεονεκτήματα της ενίσχυσης του τρίτου πυλώνα είναι ότι εξαφανίζει τα κίνητρα για εισφοροδιαφυγή.

– Η τελευταία ερώτηση είναι γενικότερη. Επτά περίπου μήνες πριν την έξοδο της Ελλάδας από το μνημόνιο, το ερώτημα παραμένει: Μπορεί μια οικονομία με τις παθογένειες της ελληνικής, να συμπορευτεί τελικά με τις άλλες ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες;

Σε ένα παγκοσμιοποιημένο κόσμο, η συμπόρευση είναι μια de facto αναγκαστική επιλογή, κυρίως για μια μικρή χώρα. Η πραγματική επιλογή μας αφορά τους όρους της συμπόρευσης, αν δηλαδή θα είμαστε απλώς ένας φτηνός προορισμός, ή μια χώρα που θα αξιώνει υψηλές απολαβές λόγω της υψηλής της παραγωγικότητας.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ