Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024

Μπήκε στον υπόκοσμο για να ανακαλύψει τους δολοφόνους του γιου του

«Πατέρας κουράγιο»: Αυτό είναι το «παρατσούκλι» που έχει. Στην Ισπανία όλοι τον γνωρίζουν πλέον. Η ιστορία του είναι άλλωστε μοναδική. Από αυτές που γίνονται ταινίες και τινάζουν το Box office στον αέρα. Έχει γίνει ήδη μάλιστα σήριαλ, από το μεγαλύτερο ισπανικό κανάλι.

Ο πατέρας που αποφάσισε να βρει τους δολοφόνους του γιου του και ξεπέρασε όλα τα όρια του για να τα καταφέρει.

Θα πίστευε κανείς πως ένας άνθρωπος που γίνεται κάτι σαν εθνικός ήρωας στην χώρα του θα έχει λόγους για να χαμογελάει που και που, σωστά; Λάθος.

Ο «πατέρας κουράγιο» προσπαθώντας να βρει τους δολοφόνους του μεγάλου του γιου, έχασε στην πορεία τα πάντα. Την οικογένεια του, την δουλειά του, το σπίτι του, τον ίδιο του τον εαυτό…

Όλα ξεκίνησαν στις 22 Νοεμβρίου του 1996 σε μία γειτονιά στο κέντρο του Χερέθ, μιας μικρής κωμόπολης 100 χιλιόμετρα μακριά από την Σεβίλη. Ένας νεαρός που δούλευε σε βενζινάδικο, οΧουάν Χολγκάδο, βρίσκεται νεκρός, μέσα σε μια λίμνη από αίμα, από έναν οδηγό ταξί που σταμάτησε να βάλει βενζίνη.

Ο οδηγός καλεί την αστυνομία, επικεφαλής της οποίας ήταν ένας 41χρονος αστυνομικός που ποτέ στο παρελθόν δεν είχε εμπλακεί σε υπόθεση δολοφονίας. Η αστυνομία φτάνει στον τόπο του εγκλήματος και εισβάλει ως… ταύρος σε υαλοπωλείο. Μαζεύουν 23 διαφορετικά αποτυπώματα, ενώ παράλληλα καταστρέφουν, εν αγνοία τους στοιχεία, αφού στον χώρο επικρατεί ένα πραγματικό χάος. Πολλά στοιχεία μάλιστα συλλέγονται χωρίς καν οι ερευνητές να φορούν γάντια…

Ο νεαρός Χολγκάδο είχε δεχθεί 30 μαχαιριές. Στο πρόσωπο, στα χέρια, στο στήθος, ακόμα και στα πόδια. Δεν υπήρχαν κάμερες ασφαλείας. Δεν υπήρχαν μάρτυρες. Δεν υπήρξε κανένα στοιχείο που να υποδεικνύει κίνητρο. Ο 26χρονος βρέθηκε στο λάθος μέρος, την λάθος ώρα. Είχε μάλιστα αλλάξει βάρδιες με έναν συνάδελφο του.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η Ισπανία είχε γίνει η βασική δίοδος των ναρκωτικών στην Ευρώπη με το Χερέθ να υποφέρει εκείνη την εποχή από την αύξηση της παρανομίας. Μία γνωστή σπείρα που διέπραττε ληστείες σε βενζινάδικα ήταν οι πρώτοι ύποπτοι της αστυνομίας, όμως το έγκλημα του 26χρονου δεν «ταίριαζε» με τον τρόπο που δρούσαν οι συγκεκριμένοι ληστές. Σύντομα η αστυνομία κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι δολοφόνοι ήταν ναρκομανείς. Μετά από έξι εβδομάδες έγιναν οι πρώτες συλλήψεις. Τελικά απαγγέλθηκαν κατηγορίες σε τέσσερις ύποπτους, γνωστούς στην αστυνομία ως χρήστες βαριών ναρκωτικών, οι οποίοι όμως αρνήθηκαν πως είχαν σχέση με το έγκλημα.

Στις 15 Φεβρουαρίου του 1996 ο τοπικός τύπος έγραψε πως η υπόθεση βρίσκεται κοντά στο να εξιχνιαστεί, αλλά για τον πατέρα του θύματος Φραντσίσκο και την οικογένεια του, τότε ξεκίνησε ένας απίστευτος εφιάλτης, που δεν τελείωσε ποτέ.

Ο Φραντσίσκο Χολγκάδο ήταν ένας τραπεζικός υπάλληλος. Οι φίλοι και οι γείτονες τον σέβονταν. Ο «αρχηγός» μιας πατριαρχικής μεσοαστής οικογένειας, πατέρας τριών γιων και μιας κόρης. Η δολοφονία του μεγάλου γιου του όμως τον άλλαξε. «Ήμουν ένας απλός άνθρωπος που αναγκάστηκε να φτάσει σε απίστευτα άκρα» είπε κάποτε ο ίδιος.

Στους μήνες που ακολούθησαν κι ενώ η αστυνομία έψαχνε να λύσει το μυστήριο του εγκλήματος, ο 51χρονος τότε πατέρας άρχισε να αποκτά εμμονή με το να ανακαλυφθούν και να τιμωρηθούν οι δολοφόνοι του παιδιού του. Τις επόμενες δύο δεκαετίες αυτή η αναζήτηση δικαιοσύνης για τον γιο του έγινε ολόκληρη η ζωή του. Ο ισπανικός τύπος, όταν ανακάλυψε την ιστορία του, του έδωσε το παρατσούκλι «padre coraje» που σημαίνει πατέρας κουράγιο. Όσο όμως τα Μίντια τον παρουσίαζαν ως έναν ήρωα κι ένα παράδειγμα πατρικής αγάπης η οικογένεια του διαλυόταν, ώσπου τελικά τον εγκατέλειψε.

Σήμερα, δύο δεκαετίες μετά την δολοφονία του γιου του, ο Φραντσίσκο, που ακόμα φοράει μαύρα, ζει μόνος, σε ένα μικρό σπίτι σε μία παλιά γειτονιά. Συνεχίζει να επισκέπτεται κάθε μέρα τον τάφο του γιου του.

Η οικογένεια του Χολγκάδο, τις εβδομάδες που ακολούθησαν την δολοφονία, αντικατέστησαν την θλίψη τους με θυμό για τις άκαρπες έρευνες της αστυνομίας. Στις 21 Δεκεμβρίου του 1995, 3.000 άνθρωποι έκαναν πορεία διαμαρτυρίας, στην οποία μάλιστα έλαβαν μέρος και πολιτικοί της περιοχής.

Από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησε όμως η έρευνα της δολοφονίας ήταν μια πραγματική καταστροφή. Το φθινόπωρο του 1996 κλιμάκιο της αστυνομίας της Σεβίλης εξέτασε την υπόθεση και κατέληξε στο συμπέρασμα πως η αστυνομία του Χερέθ είχε κάνει τραγικά λάθη. Σημαντικά στοιχεία είχαν αλλοιωθεί ή χαθεί. Ο Χολγκάδο αντιλήφθηκε πως δύσκολα θα έβρισκε δικαιοσύνη κι αφού υποσχέθηκε στον τάφο του γιου του πως δεν θα σταματούσε μέχρι να βρεθούν οι ένοχοι, αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του.

Στις αρχές του 1997, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του γιου του, ο Χολγκάδο ζούσε πλέον μια διπλή ζωή. Το πρωί δούλευε στην τράπεζα και το βράδυ περιφερόταν στην κακόφημη συνοικία του Χερέθ, το Rompechapines, σύχναζε στα μπαρ, μίλαγε με προαγωγούς σε οίκους ανοχής και έψαχνε εγκαταλελειμμένα σπίτια που χρησιμοποιούσαν οι χρήστες των ναρκωτικών.

Άρχισε να οργανώνεται καλύτερα όσο περνούσε ο καιρός και να κυνηγάει στοιχεία που συγκέντρωνε από τον τοπικό τύπο ή από αστυνομικούς με τους οποίους είχε συνάψει πλέον φιλικές σχέσεις. Έδινε στους ναρκομανείς χαπάκια Tranxilium, (που του τα έγραφε ψυχολόγος λόγω της κατάθλιψης από την οποία έπασχε λόγω του θανάτου του γιου του) και ηχογραφούσε σε ένα μαγνητοφωνάκι τις συζητήσεις τους. Τα Σαββατοκύριακα, αντί να περάσει λίγο χρόνο με την οικογένεια του, αποκρυπτογραφούσε τις συνομιλίες, όμως δεν φαίνονταν να καταλήγει πουθενά.

Θεώρησε πως αυτό οφείλονταν στο γεγονός πως όλοι πλέον τον αναγνώριζαν, αφού το πρόσωπο του εμφανίζονταν συχνά στα πρωτοσέλιδα. Έτσι στα τέλη του Μαρτίου του 1998 ο Χολγκάδο έβαλε ψεύτικα γυαλιά, ένα ψεύτικο μουστάκι και μια περούκα, άλλαξε ρούχα κι άρχισε να συστήνεται ως «Πέπε».

Με αυτό το όνομα και ψεύτικη ταυτότητα πλησίασε τον έναν από τους τέσσερις ύποπτους της αστυνομίας για τον φόνο του γιου του, τον Πέδρο Ασένσιο. Ο 35χρονος Ασένσιο, χρήστης ηρωίνης, συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον «Πέπε» έξω από μία κλινική. Ο Χολγκάδο του πρόσφερε τσιγάρο κι ένα ηρεμιστικό χαπάκι και ξεκίνησαν να μιλάνε. Κάπως έτσι ξεκίνησε μια ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα στους δύο. Ο Χολγκάδο έγινε ο έμπιστος του Ασένσιο. Εκείνος δεν οδηγούσε και ο «Πέπε» έγινε ο προσωπικός του σοφέρ. Τον πήγαινε με το αυτοκίνητο να δει φίλους, να αγοράσει ναρκωτικά, να δει την κόρη που είχε με την πρώην γυναίκα του. Ο Ασένσιο, αν και γενικά καχύποπτος, άρχισε να τον εμπιστεύεται. Ο Χολγκάδο του είπε πως είχε σχέσεις με μεγαλεμπόρους ναρκωτικών και πως θα τον βοηθούσε να αποκτήσει χρήματα.

Δύο μήνες αργότερα ο Ασένσιο του αποκάλυψε πως οι άλλοι δύο που είχαν συλληφθεί, ο Ντομίνγκο Γκόμεζ και ο Φρανθίσκο Εσκαλάντε είχαν όντως σχέση με την δολοφονία του βενζινάδικου. Του αποκάλυψε πως είχε δει τον Γκομεζ να δίνει στον Εσκαλάντε μια τσάντα με ματωμένα ρούχα τα οποία του ζήτησε να τα πετάξει, λίγες ημέρες μετά την δολοφονία. Υποστήριξε πως ο Εσκαλάντε όταν είδε την τσάντα άρχισε να φωνάζει στον Γκόμεζ να τα ξεφορτωθεί.

Λίγο καιρό αργότερα μάλιστα τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο… περίεργα, όταν ο Ασένσιο του είπε πως ο πατέρας του Χολγκάδο, δηλαδή ο ίδιος, είχε γίνει πλέον πολύ ενοχλητικός και πως είχε σκοπό να τον «ξεφορτωθεί». Ο Χολγκάδο ακούγοντας πως υπάρχει η σκέψη να τον… βγάλουν από την μέση πρότεινε να το κάνει ο ίδιος! «Πανικοβλήθηκα και πρότεινα, ως Πέπε να σκοτώσω εγώ τον Φραντσίσκο Χολγκάδο. Ήταν το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ για να σωθώ» είπε.

Παρόλα τα λάθη της αστυνομίας μαζεύτηκαν τελικά αρκετά στοιχεία ώστε οι κατηγορούμενοι να πάνε σε δίκη. Ο Χολγκάδο μαζί με τον τότε δικηγόρο του, Χουάν Πέδρο Κοσάνο κάθισαν να ξεκαθαρίσουν τις 12 κασέτες με ηχογραφήσεις που είχε μαζέψει ως «μυστικός ντετέκτιβ» ο πατέρας του θύματος τους οκτώ μήνες που παρίστανε στον Πέπε. Γνώριζαν πως κρατώντας μυστικές τις κασέτες, μπορεί να δημιουργούταν νομικό πρόβλημα, όμως το σχέδιο του Κοσάνο ήταν ο αιφνιδιασμός.

Την Δευτέρα 11 Ιανουαρίου του 1999 ξεκίνησε η δίκη. Όταν ο Κοσάνο άρχισε να εξετάζει τον Ασένσιο τον ρώτησε εάν γνώριζε πως ο φίλος του «Πέπε» ήταν στην πραγματικότητα ο πατέρας του θύματος. Αυτός απάντησε πως δεν το γνώριζε. Στην συνέχεια τον ρώτησε εάν γνώριζε πως ο «Πέπε» είχε καταγράψει όλες τους τις συνομιλίες. Οι παρευρισκόμενοι στο δικαστήριο άρχισαν να μουρμουράνε «Ήταν μια στιγμή που θύμιζε ταινία του Χόλιγουντ» είπε ο δικηγόρος του Χολγκάνο.

Οι δικαστές είπαν πως θα συσκεφθούν για το εάν θα γίνουν δεκτές οι κασέτες. Όσο η δίκη εξελίσσονταν γινόταν φανερό πως χωρίς τις κασέτες οι κατηγορούμενοι δεν θα καταδικαζόντουσαν. Οι αποδείξεις δεν ήταν πειστικές, ενώ αρκετοί μάρτυρες άλλαξαν τις καταθέσεις τους, συμπεριλαμβανομένης και μίας ιερόδουλης, που είχε καταθέσει αρχικά πως είδε τους υπόπτους να φεύγουν από τον χώρο του εγκλήματος γεμάτοι αίματα.

Την 4η ημέρα οι δικαστές ανακοίνωσαν την απόφαση τους σχετικά με τις κασέτες. Δεν θα γίνονταν δεκτές, αφού «τους έλειπαν οι νομικές διαβεβαιώσεις αυθεντικότητας και ακεραιότητας». Στις 9 Φεβρουαρίου οι κατηγορούμενοι απαλλάχτηκαν των κατηγοριών. Η πρώτη έφεση έγινε στις 20 Φεβρουαρίου, η οποία το 2000 έγινε δεκτή και το 2003 η δίκη ξανάρχισε.

Αυτή τη φορά στην αίθουσα δεν υπήρχαν μόνο οι δημοσιογράφοι των τοπικών μέσων, αλλά όλων των μεγάλων τηλεοπτικών δικτύων και των μεγάλων εφημερίδων όπως της El País και της El Mundo. Η υπόθεση είχε γίνει πλέον γνωστή σε ολόκληρη την Ισπανία. Ο Χολγκάδο είχε πουλήσει τα δικαιώματα της ιστορίας του σε ένα από τα μεγαλύτερα κανάλια της χώρας (ANTENNA 3), ενώ είχε δημοσιευτεί και σχετικό βιβλίο. Αυτή του η απόφαση τον είχε φέρει και αντιμέτωπο με την οικογένεια του με τους οποίους δεν είχε πλέον την παραμικρή σχέση. «Εκπόρνευσε τον θάνατο του γιου μας» είχε πει χαρακτηριστικά η πρώην σύζυγος του Αντονία.

Η 2η δίκη είχε το ίδιο αποτέλεσμα με την πρώτη. Οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν. Η υπόθεση σιγά, σιγά ξεχάστηκε από τον κόσμο. Όχι όμως και από τον Χολγκάδο.

Το 2009 διέκοψε έναν αγώνα της Πριμέρα Ντιβιζιόν, Χερέθ – Τενερίφη, κρατώντας πόστερ που έγραφαν «Χουν Χολγκάδο, 22-11-95, 14 χρόνια χωρίς τον Χουάν, 14 χρόνια χωρίς δικαιοσύνη». Ο αρχηγός της Χερέθ σε σχετική ερώτηση τον δικαίωσε, λέγοντας πως και οι ποδοσφαιριστές πρέπει να τον υποστηρίξουν όπως μπορούν.

Τον Μάιο του 2009 η αστυνομία έκλεισε την υπόθεση. Ο Χολγκάδο όμως συνέχισε. Τον Οκτώβριο του 2015 περπάτησε 600 χιλιόμετρα, από το Χερέθ μέχρι την Μαδρίτη. Η διαμαρτυρία του, που είχε προαναγγελθεί από τα social media, προκάλεσε και πάλι το ενδιαφέρον του κόσμου της Ισπανίας κι έτσι ο Χολγκάδο κατάφερε να συναντηθεί με τον υπουργό δικαιοσύνης της Ισπανίας, Ραφαελ Κατάγια. Ο υπουργός του είπε πως αν και δεν ήταν εφικτό να μείνει η υπόθεση για πάντα ανοιχτή, τουλάχιστον θα έριχνε ο ίδιος προσωπικά μια ματιά σε αυτήν.

Πέντε ημέρες πριν κλείσει οριστικά η υπόθεση πέρασε από την τοπική αστυνομία στην Εθνική μυστική υπηρεσία και μέσα σε λίγες ώρες είχε γίνει ένα σπουδαίο βήμα. Ταυτοποιήθηκε ένα ματωμένο αποτύπωμα, το οποίο είχε αγνοηθεί κι άνηκε σε έναν γνωστό εγκληματία, τον Όγκαστιν Μοράλες, ο οποίος την εποχή της δολοφονίας έμενε κοντά στο βενζινάδικο. Ο Μοράλες όμως είχε πεθάνει στην φυλακή το 2006.

Στα τέλη του 2016 οι Χολγκάδο ενημερώθηκαν πως επανεξετάστηκαν όλα τα αποτυπώματα και πως δεν υπήρχε τίποτα καινούργιο για να ερευνηθεί. Ο Τύπος ανακοίνωσε για μία ακόμη φορά πως η υπόθεση είχε κλείσει.

«Πρέπει να υπάρχει τρόπος να βρεθούν και να τιμωρηθούν οι ένοχοι και θα τον βρω» λέει σήμερα, 21 χρόνια μετά την ανεξιχνίαστη δολοφονία του γιου του. Άλλωστε μετά από τόσα χρόνια, αυτό είναι και το μόνο που του έχει απομείνει. «Θυμάμαι την ζωή μου πριν από τον θάνατο του Χουάν και μοιάζει με τη ζωή κάποιου άλλου» λέει. Επόμενο βήμα θα είναι, το Ευρωπαϊκό δικαστήριο.

Η ζωή του Φραντσίσκο Χολγκάδο μοιάζει να σταμάτησε εκείνο το βράδυ, πριν από 21 χρόνια όταν χάθηκε ο γιος του. Το μόνο που δεν τελειώνει ποτέ είναι ο δικός του αγώνας για κάτι που πλέον μοιάζει αδύνατο. Για δικαιοσύνη.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ