Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024

Γιατί η πορεία των δημοσίων εσόδων είναι χειρότερη από ό,τι δείχνει

Του Γεωργίου Ι. Μάτσου

Το ζήτημα των δημοσίων εσόδων του Ιουλίου 2016 είναι ιδιαίτερα κρίσιμο για την πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού. Η ανάλυση επιμέρους ποιοτικών στοιχείων που είδαν το φως της δημοσιότητας καθιστά σαφές ότι τα πράγματα, δυστυχώς για τη χώρα, είναι χειρότερα από όσο φαίνονται.

Ο βασικός φόρος που δεν πήγε καλά ήταν ο ΦΠΑ. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για το μέλλον. Καλή πορεία του ΦΠΑ φέτος σημαίνει καλή πορεία και του φόρου εισοδήματος του χρόνου, αφού η αφετηρία υπολογισμού των δύο φόρων είναι περίπου η ίδια. Κακή πορεία του ΦΠΑ σημαίνει, συνήθως, χειρότερες τρέχουσες συνθήκες στην πραγματική οικονομία.

Ο μήνας Ιούλιος έχει όμως μία ιδιαιτερότητα: Υποβάλλουν δηλώσεις β΄ τριμήνου (Απριλίου – Ιουνίου) όσοι τηρούν απλογραφικά βιβλία. Οι υπόλοιποι υποκείμενοι στον ΦΠΑ, ιδίως οι κεφαλαιουχικές εταιρίες (ΑΕ, ΕΠΕ, ΙΚΕ) υποβάλλουν δηλώσεις ΦΠΑ κάθε μήνα, ενώ οι μικροί επαγγελματίες και οι μικρές προσωπικές εταιρίες υποβάλλουν δηλώσεις κάθε τρίμηνο. Αν ο ΦΠΑ έπιανε το στόχο μέχρι και τον Ιούνιο (οπότε υποβάλλονταν δηλώσεις Μαΐου) και ξαφνικά τον Ιούλιο, παρά την αύξηση σε 24% από 1η Ιουνίου, οι εισπράξεις ΦΠΑ έχασαν το στόχο, αυτό σημαίνει ότι είναι πιθανότερο ο στόχος να χάθηκε όχι (μόνον) λόγω χειροτέρευσης της οικονομικής συγκυρίας, όσο λόγω μειωμένης απόδοσης φόρου από τους μικρομεσαίους.

Αυτό βέβαια δεν είναι σύμπτωση: Από τις 8 Μαΐου 2016 ισχύει ο νέος ασφαλιστικός νόμος. Χρειάστηκαν μόνον ημέρες ή εβδομάδες για να αντιληφθούν οι μικρομεσαίοι ότι θα πληρώσουν τις ασφαλιστικές εισφορές του 2017 σύμφωνα με τα εισοδήματα που θα δηλώσουν για το 2016. Η ορθολογική οικονομική συμπεριφορά υποδεικνύει πια, όχι φοροδιαφυγή, αλλά φορο-φυγή. Φυγή δηλαδή μπροστά στις νέες υπέρογκες επιβαρύνσεις. Δεν είναι μόνον η μετεγκατάσταση ελληνικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό που αυξάνεται ραγδαία, είναι και η παύση δραστηριοτήτων, καθώς και η ίδια η πραγματική φυγή (μετανάστευση) πολλών μικρομεσαίων στο εξωτερικό, η οποία αγγίζει πια ως προοπτική όλο και περισσότερους.

Η μείωση, συνεπώς, της απόδοσης ΦΠΑ (4,2% κάτω από τον μηνιαίο στόχο) με δεδομένη την αύξηση του φόρου στο 24% για τον προηγούμενο μήνα, που έπρεπε να επηρεάσει αυξητικά το σύνολο των μηνιαίων δηλώσεων και το 1/3 των τριμηνιαίων δηλώσεων, υποδηλώνει είτε αντίστοιχη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, είτε αντίστοιχη αύξηση της φοροδιαφυγής και της φορο-φυγής ή έναν συνδυασμό και των δύο.

O γράφων είχε προειδοποιήσει εγκαίρως για την επερχόμενη ριζοσπαστικοποίηση της παραοικονομίας που θα έφερνε το νέο ασφαλιστικό, με ενίσχυση, μάλιστα, των κοινωνικοπολιτικών παραμέτρων που την ευνοούν. Παραδείγματος χάρη, εάν η κομμώτρια δεν κόψει απόδειξη στο κατάστημά της, πιθανόν η πελάτισσα να απαιτήσει απόδειξη εξοργισμένη. Αν όμως η κομμώτρια απηυδήσει από το φορολογικό και ασφαλιστικό κυνηγητό, κλείσει το κατάστημα και τα βιβλία της και αρχίσει να εργάζεται με επισκέψεις κατ’ οίκον, τότε κανείς δεν θα της ζητήσει απόδειξη, ενώ θα προκαλεί και αισθήματα συμπαθείας (“τι να κάνει κι αυτή η κακομοίρα για να ζήσει”). Αυτό αποτελεί σοβαρή κοινωνικοπολιτική υπόθαλψη της φοροδιαφυγής από το νομοθέτη, καθότι η έκταση των επιβαρύνσεων προς τους μικρομεσαίους αυτοαπασχολούμενους αυξάνει γεωμετρικά, όσο και φυσιολογικά, τα αισθήματα συμπόνιας και προστασίας της κοινωνίας έναντι αυτών.

Δεύτερη παράμετρος που καθιστά την πορεία των εσόδων χειρότερη από όσο φαίνεται είναι η ακόλουθη: Ο κ. Αλεξιάδης ισχυρίσθηκε ότι η κυβέρνηση επέστρεψε σχεδόν διπλάσιους φόρους από όσο ήταν ο μηνιαίος στόχος (388 εκατ.). Αυτό είναι μεν αληθές, πλην όμως φέτος για πρώτη φορά ίσχυσαν τόσο νωρίς οι αυτόματοι συμψηφισμοί των επιστροφών φόρου με οφειλές των φορολογουμένων προς το δημόσιο. Όσοι είχαν λαμβάνειν επιστροφή φόρου από τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος, “έλαβαν” αυτή μέσω συμψηφισμού της με δικές τους φορολογικές οφειλές. Έτσι αυξήθηκαν τόσο πολύ οι επιστροφές φόρου. Η νέα πρακτική του υπουργείου είναι ορθή, έπρεπε μάλιστα να είχε καθιερωθεί από παλαιότερα. Όμως παράλληλα, οι “επιστροφές” αυτές σηματοδότησαν και έσοδα μη επαναλαμβανόμενα. Ό,τι επέστρεψε το κράτος, ταυτόχρονα το εισέπραξε. Ενέγραψε όχι μόνον “έξοδο” (ορθότερα: αρνητικό έσοδο), αλλά και έσοδο. Χωρίς τις αυξημένες επιστροφές φόρου, η εικόνα Ιουλίου γίνεται μεν καλύτερη, τους επόμενους μήνες, όμως, θα λείψουν και τα έκτακτα έσοδα από τον συμψηφισμό των επιστροφών.

Υπάρχει και τρίτη παράμετρος ανησυχίας. Μεγάλο μέρος της καλύτερης του στόχου πορείας των εσόδων στο χρονικό διάστημα Ιανουαρίου – Ιουνίου 2016 οφειλόταν στην καλύτερη, έναντι του στόχου, απόδοση των φόρων παρελθόντων οικονομικών ετών (Π.Ο.Ε.) κατά 358 εκατ. στο σύνολο του εξαμήνου. Για τον Ιούλιο 2016 δεν γνωρίζουμε την απόδοση σε σχέση με τον μηνιαίο στόχο, Τα στοιχεία όμως που δημοσιεύθηκαν στις 19 Αυγούστου 2016 δείχνουν απόδοση των φόρων Π.Ο.Ε. μειωμένη κατά 11,21% έναντι του Ιουλίου 2015. Με δεδομένο ότι στο σύνολο του επταμήνου τα έσοδα Π.Ο.Ε. ήταν βελτιωμένα κατά 4,81% έναντι του επταμήνου 2015, γίνεται αντιληπτό ότι η μείωση του Ιουλίου συνιστά σοβαρή ένδειξη πισωγυρίσματος για την ικανότητα τακτοποίησης παλαιότερων φορολογικών οφειλών.

Συνεπώς, η δυναμική εκτέλεσης του προϋπολογισμού για το μέλλον δείχνει αρνητική, ενώ πηγές εσόδων που βοήθησαν να δημιουργηθεί το μαξιλαράκι του πρώτου εξαμήνου ίσως έχουν φθάσει στα όριά τους.

Κρίσιμα θα είναι στο εξής τα έσοδα Αυγούστου, ώστε να διαφανεί η δυναμική χωρίς τα εξαναγκαστικά έσοδα μέσω του συμψηφισμού των επιστροφών και χωρίς τον ΦΠΑ μικρομεσαίων, που κυρίως επηρεάζονται από το ασφαλιστικό. Επίσης τα έσοδα Οκτωβρίου, όπου θα αποδώσουν ΦΠΑ γ΄ τριμήνου οι μικρομεσαίοι. Αν ο Αύγουστος δείξει ότι η οικονομία κρατάει, έστω και χωρίς τους μικρομεσαίους, τότε η κυβέρνηση έχει κάποια ελπίδα, ακόμη, να επιτύχει τους στόχους του 2016. Αν όμως ο Οκτώβριος δείξει με τη σειρά του ότι η αποχώρηση των μικρομεσαίων από την (επίσημη) οικονομική δραστηριότητα εντείνεται – μην ξεχνούμε ότι το β΄ τρίμηνο περιείχε και έναν-ενάμιση μήνα πριν την ψήφιση του νέου ασφαλιστικού – τότε δύσκολα θα εκτελεστεί ο προϋπολογισμός μόνον με έσοδα από μεγαλύτερες επιχειρήσεις, ακόμη και εάν η ύφεση δεν ενταθεί ιδιαίτερα.

* Γεώργιος Ι. Μάτσος – Δ.Ν., Δικηγόρος

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ