Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Ευρωπαϊκές εκλογές 2019. Ψήφος για το μέλλον της Ευρώπης που θέλουμε

Του Χάρη Κατσάνη

Οι φετινές Ευρωεκλογές χαρακτηρίζονται ως οι πιο κρίσιμες από την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην διακήρυξη τους μετά την Σύνοδο κορυφής της 9ης Μαΐου στο Σιμπίου της Ρουμανίας οι Ευρωπαίοι ηγέτες ανακοίνωσαν 10 δεσμεύσεις για να καταστεί η Ένωση δυνατότερη και το μέλλον των πολιτών λαμπρότερο. Αρκεί όμως αυτό; Θα πειστούν οι Ευρωπαίοι πολίτες από την αναγνώριση των ευθυνών και την ανανέωση των δεσμεύσεων για μια πιο ισχυρή και πιο δημοκρατική και Ένωση;

Με την έλλειψη της εμπιστοσύνης στους Ευρωπαϊκούς θεσμούς να αυξάνεται, ο κίνδυνος της ενίσχυσης και ευρωσκεπτικιστών και ακραίων κομμάτων είναι κάτι παραπάνω από ορατός. Παρ’ όλα αυτά η Ευρώπη μοιάζει να είναι υπνωτισμένη, ενώ αν μιλήσουμε για τη χώρα μας, εδώ κοιμόμαστε τον ύπνο του δικαίου! Ο διάλογος για τις ευρωεκλογές ήταν από υποτονικός έως ανύπαρκτος, και σε αντίθεση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους πολίτες οι Έλληνες καλούνται από την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση να ψηφίσουν όχι με γνώμονα το “μέλλον της Ευρώπης” αλλά το “μέλλον των αρχηγών και των κομμάτων τους”.
Είναι προφανές ότι οι φετινές Ευρωεκλογές ενέχουν ένα ισχυρό πολιτικό μήνυμα αλλά η χωρίς προηγούμενο παροχολογία και τα εκβιαστικά διλήμματα που έθεσαν τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο αρχηγός της ΝΔ έδωσαν την εντύπωση ότι την Κυριακή εκλέγουμε βουλευτές και όχι ευρωβουλευτές.


Η σημασία όμως της ψήφου στην Ευρωκάλπη είναι στην πραγματικότητα εντελώς διαφορετική καθώς από το αποτέλεσμα θα κριθεί το μέλλον του ενωσιακού εγχειρήματος. Η αμφισβήτηση όχι μόνο των αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και της ίδιας της ανάγκης ύπαρξης της, αυξάνεται δραματικά σε αρκετές χώρες. Το Brexit είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Tο όραμα της ευρωπαϊκής πολιτικής ενοποίησης φαίνεται να μην ανταποκρίνεται στα προσδοκώμενα οφέλη των πολιτών από αυτήν.
Φέτος συμπληρώνονται 40 χρόνια από την πρώτη άμεση εκλογή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Τον Ιούνιο του 1979 εξελέγησαν 410 ευρωβουλευτές στους οποίους προστέθηκαν άλλοι 24 από την Ελλάδα το 1981 μετά τις πρώτες Ευρωεκλογές που έγιναν στη χώρα μας, ταυτόχρονα με τις βουλευτικές εκλογές.

Από το μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής στις ευρωεκλογές που καταγράφηκε το 1979 και ήταν 62% σε κάθε μία από τις επτά εκλογικές διαδικασίες που ακολούθησαν υπήρχε μια σημαντική μείωση στην προσέλευση. Μέχρι την 4η εκλογή του 1994, στην Ευρώπη των τότε 12 κρατών μελών, το ποσοστό του εκλογικού σώματος κυμαινόταν σε επίπεδα πάνω από το 50%. Το 1999 προσήλθε στις κάλπες ένας στους δύο ψηφοφόρους ενώ στις τελευταίες δύο εκλογικές αναμετρήσεις πήγαν να ψηφίσουν μόλις 4 στους 10.
Το 2014 η εκστρατεία που προηγήθηκε των εκλογών σε μια προσπάθεια μείωσης της αποχής ήταν έντονη και πολυδιάστατη. Οι εκλογές διενεργήθηκαν για πρώτη φορά τον μήνα Μάιο αντί του Ιουνίου που είχαν γίνει όλες οι προηγούμενες για να μην υπάρχουν απώλειες ψηφοφόρων λόγο της έναρξης των διακοπών του Ιουνίου.
Αρκετά κράτη μέλη όπως η Γερμανία, η Ιρλανδία, η Μάλτα, το Ηνωμένο Βασίλειο και το Βέλγιο επέλεξαν για να αυξήσουν τη συμμετοχή να συνδέσουν τις ευρωπαϊκές εκλογές με τοπικές ή περιφερειακές εκλογές, ενώ σε κάποια κράτη όπως η Λιθουανία είχαμε παράλληλα προεδρικές εκλογές.

Στην Ελλάδα η ταυτόχρονη διεξαγωγή των ευρωεκλογών με την δεύτερη Κυριακή των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών φαίνεται ότι λειτούργησε υπέρ της συμμετοχής με την αύξηση να φτάνει το 7,4% αλλά η ευρωπαϊκή ψήφος όπως συνέβη και φέτος επισκιάστηκε και υποτιμήθηκε.
Στο επίκεντρο της προσπάθειας για μείωση της αποχής το 2014 βρέθηκε η σύνδεση για πρώτη φορά της εκλογής του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τις ευρωεκλογές. H βασική αλλαγή που εισήγαγε η εφαρμογή της Συνθήκης της Λισσαβώνας ήταν ότι για να διορίσουν τα κράτη μέλη τον νέο Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα αποτελέσματα των εκλογών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Έτσι το νέο Κοινοβούλιο με την έγκριση του εν λόγω υποψηφίου ουσιαστικά εκλέγει τον Πρόεδρο της Επιτροπής. Αυτό σημαίνει ότι οι ψηφοφόροι έχουν σαφή λόγο στην επιλογή του επικεφαλής της λεγόμενης κυβέρνησης της ΕΕ.

Από τα 13 μεγάλα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα τα 5 όρισαν υποψηφίους οι οποίοι συμμετείχαν σε δύο debates (εκτός από τον δικό μας Αλέξη Τσιπρα, υποψήφιο της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, που συμμετείχε μόνο στο δεύτερο). Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο λαμβάνοντας υπ’ όψη του το αποτέλεσμα των εκλογών πρότεινε για Πρόεδρο της Επιτροπής τον Jean-Claude Juncker, υποψήφιο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος που έλαβε τις περισσότερες ψήφους, ο οποίος εκλέχθηκε στο αξίωμα με μεγάλη πλειοψηφία.

Δύο από τους ηγέτες των κρατών μελών, οι πρωθυπουργοί της Βρετανίας David Cameron και της Ουγγαρίας Viktor Orbán, διαφώνησαν με τους υπόλοιπους 26 και ψήφισαν κατά της πρότασης να δοθεί το χρίσμα στον προτεινόμενο του πλειοψηφούντος κόμματος. Το γεγονός αυτό αποδόμησε το βασικό επιχείρημα της προεκλογικής καμπάνιας που καλούσε του πολίτες στην κάλπη προσπαθώντας να τους πείσει ότι ψηφίζουν έμμεσα και για τον Πρόεδρο της Επιτροπής.

Στις φετινές εκλογές υπάρχουν 8 υποψήφιοι Πρόεδροι από 6 κόμματα. Είναι ο Βαυαρός Manfred Weber από το Λαϊκό Κόμμα, ο Ολλανδός σοσιαλδημοκράτης Frans Timmermans από το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό κόμμα, η Δανέζα Margrethe Vestager από τη Συμμαχία των Φιλελεύθερων και Δημοκρατών, ο Τσέχος Jan Zahradil από τη Συμμαχία των Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών, η Γερμανίδα Ska Keller μαζί με τον Ολλανδό Bas Eickhout από τους Πράσινους και Ισπανοβέλγος Nico Cué μαζί με την Σλοβένα Violeta Tomič από την Ευρωπαϊκή Αριστερά.

Οι υποψήφιοι αφού ανέλυσαν στα δύο debates που διοργανώθηκαν τις θέσεις τους για το μέλλον της Ευρώπης, ζήτησαν από τους Ευρωπαίους πολίτες την ψήφο στα κόμματα που ανακοίνωσαν ότι τους στηρίζουν. Στη χώρα μας ο ψηφοφόρος γνωρίζει ότι ψηφίζοντας Νέα Δημοκρατία ψηφίζει έμμεσα για Πρόεδρο τον Weber ενώ με ψήφο στο Κινήμα Αλλαγής ψηφίζει έμμεσα τον Timmermans.
Ανάλογα με το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών πρέπει μέχρι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου να έχει επιτευχθεί συμφωνία για το νέο πρόεδρο της Επιτροπής, και στη συνέχεια να εγκριθεί και από την Ευρωβουλή εντός του Ιουλίου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανακοίνωσε ποιον υποψήφιο θα στηρίξει για πρόεδρο. Αυτό αποτελεί ένα δείγμα της υποβάθμισης και περιφρόνησης από το κυβερνών κόμμα και τον πρωθυπουργό των Ευρωπαϊκών θεσμών αλλά και της Ευρωπαϊκής ταυτότητας των πολιτών. Η απαξίωση αυτή αποτυπώθηκε επίσης στη σύνθεση του ευρωψηφοδελτίου του ΣΥΡΙΖΑ στο οποίο η ευρωβουλή χρησιμοποιείται είτε για κομματικές ανταμοιβές και συντάξεις είτε μετατρέπεται για εσωτερική κατανάλωση σε Eurovision για τραγουδιστές ή πασαρέλα για ηθοποιούς και μοντέλα. Το ίδιο συνέβη και σε πολλά άλλα κόμματα αλλά ευτυχώς όχι σε όλα.

Φωτεινή εξαίρεση αποτελεί το ευρωψηφοδέλτιο του Κινήματος αλλαγής το οποίο αποτελείται στο σύνολο του από υποψήφιους με τα κατάλληλα προσόντα και τις απαραίτητες γνώσεις του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι. Η ψήφος στις ευρωεκλογές ενέχει προφανώς και πολιτικά μηνύματα αλλά όσοι εκλεγούν θα πρέπει να είναι κατάλληλοι για το ρόλο του ευρωβουλευτή που ψηφίζει για πληθώρα θεμάτων που επηρεάζουν την καθημερινότητα μας από την εκπαίδευση και την απασχόληση ως το περιβάλλον και την μετανάστευση.
Πέρα όμως από την εκλογή των πιο ικανών προέχει η ενίσχυση των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων και το γκρέμισμα της ακροδεξιάς από την 3η θέση που είχε πάρει στις προηγούμενες ευρωεκλογές.

Η αποκατάσταση της αξιοπιστίας της ΕΕ και η ανανέωση της εμπιστοσύνης προς το ευρωπαϊκό εγχείρημα είναι ευθύνη των Ευρωπαίων ηγετών. Η απόφαση όμως για το είδος της Ευρώπης που θέλουμε και θα έχουμε τα επόμενα χρόνια είναι ευθύνη των ευρωπαίων πολιτών. Είναι ευθύνη όλων μας να διατηρήσουμε τις αξίες και τις αρχές που οδήγησαν στο όραμα την ενωμένης Ευρώπης.

Χάρης Κατσάνης
στέλεχος του Κινήματος Αλλαγής
MSc στις Ευρωπαϊκές Πολιτικές Νεολαίας, Εκπαίδευσης & Πολιτισμού.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ