Τρίτη, 16 Απριλίου, 2024

Τι δείχνουν τα τελικά στοιχεία για τα stress tests των τραπεζών

Στοιχεία-“φωτιά”, με σκληρές προβλέψεις για το δυσμενές σενάριο, κατέθεσαν οι τράπεζες στον SSM.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες του “Κεφαλαίου”, τα στοιχεία που έχουν κατατεθεί από τις τράπεζες ανεβάζουν τις εν δυνάμει απώλειες στο 95% για τα δάνεια που δεν συνοδεύονται από εγγυήσεις. Το αντίστοιχο ποσοστό για τις απώλειες κεφαλαίων που αφορούν “κόκκινα” δάνεια με εμπράγματες εγγυήσεις κινείται στο 40%-45%, σύμφωνα με τα τελικά στοιχεία που δόθηκαν στον SSM.

Εντυπωσιακό είναι το στοιχείο ότι η ΤτΕ υπολογίζει ότι το ύψος των νέων “κόκκινων” δανείων στο άσχημο σενάριο μπορεί να ξεπεράσει τα 20 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2019.

Με βάση αυτές τις εξαιρετικά σκληρές εκτιμήσεις, έχουν αρχίσει να διαμορφώνονται τα σενάρια για τις προβλέψεις που θα πρέπει να κάνουν οι συστημικές τράπεζες μετά το τέλος του stress test, σκιαγραφώντας, έτσι, το αν, πώς και πότε θα πρέπει να κινηθούν σε ενίσχυση των κεφαλαίων τους μέσα στην επόμενη διετία.

Εκείνο, όμως, το οποίο έχει σημασία αυτή την ώρα είναι πως το σενάριο που φαίνεται να επικρατεί είναι ότι η όποια κεφαλαιακή ενίσχυση υπάρξει στο μέλλον θα έχει τη μορφή αύξησης κεφαλαίου, η οποία θα διατεθεί κυρίως για αναπτυξιακούς σκοπούς. Και τούτο, διότι άμεσα οι ανάγκες που φαίνεται ότι θα προκύψουν θα μπορούν να καλυφθούν μέσω των capital plans που έχουν κατατεθεί από τις τράπεζες.

Στο επόμενο δεκαήμερο, ήτοι μέχρι τις 17 Απριλίου, με βάση τα στοιχεία αυτά, πρέπει να “πείσουν” τον SSM ότι έτσι καλύπτονται ακόμα και τα εξαιρετικά απαιτητικά και αυξημένα κριτήρια που έχει θέσει και τα οποία σιωπηρά “συγκλίνουν” με τις απαιτήσεις του ΔΝΤ για την επόμενη τριετία.

Στο ακραία άσχημο σενάριο, καθοριστική θα είναι η αξιολόγηση του SSM για τα ποσοστά ανάκτησης κεφαλαίων που έχουν προβλέψει οι τράπεζες και τα οποία για τα μη εγγυημένα δάνεια προβλέπεται να είναι 5% και τα εγγυημένα 55%-60%.

Η διαδρομή, όμως, μέχρι το τελικό αποτέλεσμα έχει οριστεί: Μετά την υποβολή των τελικών στοιχείων για τα stress tests, που ολοκληρώθηκε στις 2 και 3 Απριλίου, οι τράπεζες μπήκαν στην τελική ευθεία για το αποτέλεσμα του τεστ αντοχής, με έναν τελευταίο “σταθμό” στις 16 και 17 Απριλίου.

Το διάστημα των δέκα ημερών που απομένει από σήμερα μέχρι τότε είναι το τελευταίο στο οποίο οι τράπεζες διατηρούν ακόμη κάποιον βαθμό ελευθερίας για την παροχή εξηγήσεων και την προσαρμογή τους σε υποδείξεις του επόπτη.

Μετά τη 17η Απριλίου και μέχρι τα τέλη του μήνα η “μπάλα” είναι αποκλειστικά στο “γήπεδο” του SSM, κρίνοντας αμετάκλητα το αποτέλεσμα του stress test.

Έχοντας κάνει πολύ καλή προετοιμασία, με την εφαρμογή “σοβαρών” μοντέλων για να τεστάρουν τις αντοχές τους στις παραδοχές του stress test, οι τράπεζες οδεύουν με αισιοδοξία προς την τελική ευθεία. Ωστόσο, αυτή φαίνεται να απέχει από τη σιγουριά της επιτυχίας, καθώς ο “ορίζοντας” των τελευταίων μέτρων της διαδρομής σκιάζεται από την “ομίχλη” των προθέσεων του SSM.

Και αυτό, διότι οι παραδοχές του stress test για το βασικό και το δυσμενές σενάριο που έθεσε η EBA (Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή) αποτελούν την “εκφώνηση” της άσκησης, αλλά όχι και τον εύκολο μπούσουλα για το αποτέλεσμά της. Όπως έχει γράψει το “Κ”, ο SSM έχει διαμηνύσει στις ελληνικές τράπεζες ότι δεν θα αρκεστεί στη δική τους ερμηνεία των παραδοχών της EBA, αλλά θα επέμβει στην περίπτωση που κρίνει ότι η ερμηνεία αυτή είναι αισιόδοξη και αποκλίνει από τις πραγματικές μακροοικονομικές προοπτικές της χώρας για την επόμενη τριετία. Πράγμα που σημαίνει ότι η τελική κρίση του SSM θα εμπεριέχει την παραδοχή ενός “default rate” στο δυσμενές σενάριο της EBA, για το οποίο, επί του παρόντος, οι τράπεζες παραμένουν στο σκοτάδι.

Τα κρίσιμα σημεία

Σύμφωνα με τις πληροφορίες του “Κ”, όλο το βάρος των τραπεζών στα τελικά στοιχεία που υπέβαλαν την εβδομάδα αυτή στον SSM πέφτει στα στοιχεία του Loss Given Default και του Curing and Default. Πρόκειται για στοιχεία που αφορούν τα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών και αποτελούν τη βάση της μεθοδολογίας τους για το stress test, όπου, τελικώς, ζητούμενο του SSM είναι ο ρυθμός με τον οποίο οι τράπεζες προβλέπουν ότι θα “καίνε” κεφάλαια για προβλέψεις.

Ειδικότερα, το Loss Given Default αναφέρεται στις εκτιμήσεις των τραπεζών για τα ποσά που θα χάσουν στο τέλος από δάνεια που δεν εξυπηρετούνται. Από την ανάποδη, τι ποσά εκτιμούν ότι θα ανακτήσουν από “κόκκινα” δάνεια (συγκεκριμένα, από το κάθε μη εξυπηρετούμενο δάνειο). Κρίσιμη παράμετρος για την αξιολόγηση του SSM, εν προκειμένω, θα είναι ο χρόνος ρευστοποίησης που θα υπολογίσει ο επόπτης προκειμένου να βγάλει το τελικό πόρισμά του στο stress test (δηλ. σε τι χρονικό ορίζοντα εκτιμά ότι θα υπάρξουν ανακτήσεις δανείων μέσω ρευστοποιήσεων των εμπράγματων εξασφαλίσεών τους).

Σύμφωνα με τις πληροφορίες και σε γενικές γραμμές, για δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις, οι τράπεζες εκτίμησαν ότι θα ανακτήσουν γύρω στο 5% της αξίας τους, χάνοντας το 95% των ποσών που έχουν χορηγήσει. Για δάνεια με εξασφαλίσεις (ακίνητα εμπορικά ή οικιστικά), οι τράπεζες φαίνεται να έχουν υπολογίσει απώλεια 40%-45% στα ποσά που έχουν χορηγήσει. Η εκτίμηση για τα δάνεια με εξασφαλίσεις έγινε υπό την προοπτική της ρευστοποίησης των καλυμμάτων των δανείων και του υπολογισμού της τιμής τους στη βάση του δείκτη PropΙndex για τις τιμές των ακινήτων που χρησιμοποιεί η ΤτΕ.

Το Curing and Default, από την άλλη πλευρά, αναφέρεται στις εκτιμήσεις των τραπεζών για τα νέα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) που αναμένουν. Πρόκειται για ιδιαίτερα κρίσιμο στοιχείο για τον SSΜ κατά την αξιολόγηση των τραπεζών, δεδομένου ότι οι ζημίες τους (απομειώσεις αξίας, impairments) θα υπολογίζονται με εφαρμογή του λογιστικού προτύπου IFRS 9, αλλάζοντας και τον τρόπο σχηματισμού προβλέψεων, όχι μόνο για τα υφιστάμενα δάνεια (NPLs), αλλά και για τα νέα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs). Υπενθυμίζεται ότι το IFRS 9 υπαγορεύει ότι ο υπολογισμός του πιστωτικού κινδύνου και των προβλέψεων για την κάλυψή του θα πρέπει να γίνεται στη βάση της πρόβλεψης αναμενόμενων ζημιών και όχι στη βάση της πραγματικής επέλευσής τους.

Το στοιχείο του Curing & Default είναι ιδιαίτερα κρίσιμο, γιατί στα NPEs συμπεριλαμβάνονται τα δάνεια που έχουν ρυθμιστεί. Όπως προκύπτει από στοιχεία της ΤτΕ για τους επιχειρησιακούς στόχους των τραπεζών, μέχρι τα τέλη του 2019 η Τράπεζα της Ελλάδος υπολογίζει ότι τα νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα ανέλθουν σε 20,1 δισ. ευρώ.

Όπως αποκάλυψε το “Κ”, κρίσιμη για την παραγωγή νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων είναι η “δεξαμενή” των δανείων που οι τράπεζες έχουν ταξινομήσει στο στάδιο 2 (stage 2), βάσει της κατηγοριοποίησης των δανείων τους που έκαναν για πρώτη φορά, λόγω IFRS 9, στα αποτελέσματα της χρήσης 2017. Στο ενδιάμεσο stage 2 βρίσκονται δάνεια ύψους 25 δισ. ευρώ, τα οποία, καθώς κινούνται στο όριο μεταξύ ίασης και εκ νέου αθέτησης, παρουσιάζουν αυξημένες πιθανότητες να πέσουν στον “κουβά” των μη εξυπηρετούμενων δανείων του stage 3. Δηλαδή, οι ρυθμίσεις που έχουν γίνει στα εν λόγω δάνεια μπορεί, σε μεγάλο βαθμό, να μην αποδώσουν και τα δάνεια αυτά να ξαναγίνουν “κόκκινα”.

Μάλιστα, όπως έγραψε το “Κ”, οι τράπεζες υπολογίζουν ότι δάνεια της τάξεως των 10 δισ. ευρώ θα παρουσιάσουν, σχεδόν μετά βεβαιότητας, κάποιο πρόβλημα (χωρίς να καταστούν κατ’ ανάγκη υπερήμερα άνω των 90 ημερών) στην αποπληρωμή τους μέσα στη διετία 2018-2019. Η εκτίμηση αυτή συνάγεται από τη μέχρι στιγμής συμπεριφορά των συγκεκριμένων δανείων, “προσαυξημένη” από τις μειώσεις μισθών και συντάξεων που αναμένονται περισσότερο αισθητές στη διετία αυτή.

Τα προ προβλέψεων έσοδα

Τα δύο ανωτέρω στοιχεία (Loss Given Default και Curing and Default) έδωσαν ένα κρίσιμο μέγεθος των εκτιμώμενων ζημιών για τις τράπεζες στα στοιχεία που υπέβαλαν στον SSM για το stress test.

Για να υπολογίσουν τις μελλοντικές απώλειες από τα κεφάλαιά τους, οι τράπεζες υπολόγισαν τα προ προβλέψεων έσοδα (PPI) που είχαν στη χρήση 2017 και, από αυτά, αφαίρεσαν τις ζημίες που αναμένουν από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Οι ζημίες αυτές, είτε λόγω χαμηλότερων από τις προσδοκώμενες ανακτήσεων είτε λόγω ρυθμισμένων δανείων που θα ξαναγίνουν “κόκκινα”, θα έχουν επίπτωση, με το IFRS 9, σε επίπεδο προβλέψεων (αυξημένες). Όπως έγραψε το “Κ”, στην τρέχουσα χρήση οι τράπεζες φαίνεται να ξεκινούν με το δεδομένο ότι οι προβλέψεις στο τραπεζικό σύστημα (τέσσερις συστημικές) θα έχουν ως αφετηρία τα 4 δισ. ευρώ, ανεξαρτήτως του stress test.

Σημειώνεται ότι ο δείκτης κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) από προβλέψεις είναι ενδεικτικό στοιχείο για το τι εκτιμούν οι τράπεζες ότι θα ανακτήσουν από τα δάνεια αυτά. Όπως αναφέρει η ΤτΕ στην τελευταία Έκθεσή της για τους επιχειρησιακούς στόχους μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών, στο τέλος του 2017 η κάλυψη από προβλέψεις σε επίπεδο συστήματος μειώθηκε οριακά, αγγίζοντας το 47,4%. Αν το 47,4% των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (σε αυτά περιλαμβάνονται δάνεια με καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών και δάνεια αβέβαιης είσπραξης χωρίς τη ρευστοποίηση εξασφάλισης, ανεξαρτήτως ημερών καθυστέρησης) καλύπτεται από προβλέψεις, σημαίνει ότι το υπόλοιπο 52,6% θεωρείται ανακτήσιμο από τις τράπεζες.

Στα στοιχεία, τέλος, που υπέβαλαν στον SSM για το stress test οι τράπεζες, στρεσάρουν και τα εκτιμώμενα επιτοκιακά τους έσοδα (NII), καθώς αποτελούν βασικό στοιχείο της παραγωγής των προ προβλέψεων εσόδων (PPI). Καθαρά έσοδα τόκων (τα οποία κινούνται σε φθίνουσα πορεία, δημιουργώντας πρόσθετο βαθμό δυσκολίας στις τράπεζες), προμήθειες και άλλα έσοδα μείον τα έξοδα, οδηγούν στα προ προβλέψεων έσοδα. Από αυτά, αφαιρούνται οι προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο (μη εξυπηρετούμενα δάνεια) και προκύπτει η τελική κερδοφορία των τραπεζών.

Οι παραδοχές για το stress test

Σύμφωνα με τις παραδοχές που έχει ανακοινώσει η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (ΕΒΑ), το stress test για τις ελληνικές τράπεζες θα βασιστεί στα εξής:

– Για το ΑΕΠ, το βασικό σενάριο προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,4%, 2,5% και 2,4% το 2018, το 2019 και το 2020, αντίστοιχα. Το δυσμενές σενάριο προβλέπει συρρίκνωση 1,3% φέτος και 2,1% το 2019, προτού η οικονομία αναπτυχθεί κατά 0,2% το 2020.

– Η ανεργία στο βασικό σενάριο θα υποχωρήσει στο 19,9% φέτος και θα συνεχίσει να υποχωρεί στο 18,3% το 2019 και στο 16,6% το 2020. Στο δυσμενές σενάριο αναμένεται να διαμορφωθεί στο 20,6% το 2018, για να υποχωρήσει στο 20% το 2019 και στο 19,1% το 2020.

– Οι τιμές των αστικών ακινήτων αναμένεται να υποχωρήσουν κατά 0,5% το 2018 και να αυξηθούν κατά 0,5% το 2019 και 1% το 2020 στο βασικό σενάριο. Στο δυσμενές προβλέπεται υποχώρηση τιμών 7,3% για το 2018, 6,7% για το 2019 και 3,6% για το 2020.

– Για τις τιμές των εμπορικών ακινήτων το βασικό σενάριο προβλέπει ετήσια αύξηση 0,3% κάθε έτος, ενώ το δυσμενές προβλέπει υποχώρηση τιμών 9,2% το 2018, 6,1% το 2019 και 2,2% το 2020.

– Για τον πληθωρισμό, το βασικό σενάριο προβλέπει 0,9% το 2018, 1% το 2019 και 1,1% το 2020. Στο δυσμενές σενάριο προβλέπεται μηδενικός πληθωρισμός το 2018, -1,1% το 2019 και -1,8% το 2020.

– Για την πορεία των τιμών των μετοχών, ως βασικό εκλαμβάνεται το σενάριο να παραμείνουν ως έχουν. Στη βάση αυτού, το δυσμενές σενάριο προβλέπει υποχώρηση 30,9% το 2018, 28,2% το 2019 και 22,2% το 2020.

– Τέλος, όσον αφορά τα μακροπρόθεσμα επιτόκια δανεισμού και ξεκινώντας με αφετηρία επιτόκιο 6,1% για το 2017, το βασικό σενάριο του stress test προβλέπει επιτόκιο 5,5% το 2018, 5,7% το 2019 και 6% το 2020 και το δυσμενές 6,8%, 7,1% και 7,2% αντίστοιχα.

Οι παραδοχές της EBA ήταν αισθητά καλύτερες σε σχέση με αυτές του 2015. Για παράδειγμα, η EBA προβλέπει σωρευτικά για την τριετία 2018-2020 ανάπτυξη του ΑΕΠ κατά 7,5%, σε αντίθεση με την πρόβλεψη για συρρίκνωση κατά 1% του ΑΕΠ την τριετία 2015-2017 στο αντίστοιχο σενάριο των stress tests του 2015.

Ωστόσο, παρά τη θετική δυναμική στο βασικό σενάριο, οι παραδοχές του stress test κρίνονται αυστηρές, δεδομένης της βελτίωσης των μακροοικονομικών μεγεθών. Συγκεκριμένα, η απόκλιση του δυσμενούς έναντι του βασικού σεναρίου είναι σαφώς μεγαλύτερη σε σχέση με αυτήν του 2015. Η EBA προβλέπει για την τριετία 2018-2020 απόκλιση κατά 9,9% του ΑΕΠ στο δυσμενές έναντι του βασικού σεναρίου. Σημειώνεται ότι η αντίστοιχη απόκλιση στα stress tests του 2015 ήταν 5,9%.

Αυστηρές θεωρήθηκαν από τις τράπεζες οι παραδοχές της EBA για τις τιμές των ακινήτων, μια παράμετρος εξαιρετικά κρίσιμη για τις τράπεζες, αφού τα ακίνητα αποτελούν τις εμπράγματες εξασφαλίσεις για τα περισσότερα δάνεια. Το δυσμενές σενάριο προβλέπει υποχώρηση των τιμών, τόσο για τα οικιστικά όσο και για τα εμπορικά ακίνητα, της τάξεως του 17% για την τριετία.

Πάντως, οι ελληνικές τράπεζες μπαίνουν στα stress tests με σημαντικά υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας CET 1 (μεταξύ 15,1% και 17,8%) σε σχέση με τους αντίστοιχους που είχαν στα τεστ αντοχής του 2015 (μεταξύ 5,5% και 9,6%, μετά και την προσαρμογή του ελέγχου της ποιότητας των στοιχείων του ενεργητικού, AQR), γεγονός που τους εξασφαλίζει ισχυρό κεφαλαιακό πλεόνασμα. Σημειώνεται πως στους δείκτες θα συμπεριληφθεί η επίδραση της εφαρμογής του λογιστικού προτύπου IFRS 9. Ωστόσο, ο επόπτης, λόγω της διάρκειας απόσβεσης που έχει οριστεί στην πενταετία, θα αφαιρέσει μόλις το 30% της ζημίας από νέες προβλέψεις από τα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών, στην εξεταζόμενη κατά τα stress tests τριετία (2018-2020).

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ