Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Κίνημα Αλλαγής: Με μας ή με τους άλλους;

Ένα ερώτημα που απασχολεί ιδιαίτερα τη δημόσια συζήτηση, χωρίς να είναι βέβαιο ότι απασχολεί το ίδιο πολύ και τους άμεσα ενδιαφερόμενους. Τους Έλληνες πολίτες. Όχι σε αυτή τη φάση και όχι με την ένταση που τίθεται από αναλυτές και λοιπούς “δημοσιολογούντες”. Και πριν αποσαφηνίσουμε το ποιοι είναι “αυτοί” και ποιοι οι “άλλοι” -που τελικά δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία- ας δούμε λίγο την κατάσταση και γιατί το θέμα, όπως τίθεται, είναι τελικά άτοπο.

Πρώτα απ’ όλα πρέπει να ειπωθεί πως με τον πιεστικό τρόπο που τίθεται το θέμα-ερώτημα, εδώ και καιρό, δεν έχει ξανατεθεί προς πολιτικό χώρο εδώ και πολλά χρόνια. Ποτέ με τόση ένταση σε χρόνο (φαινομενικά) άσχετο εκλογικά δεν έχει ξανατεθεί παρόμοιο ερώτημα. Και δεν είναι πως δεν θα το δικαιολογούσαν οι συνθήκες. Αλλά πάντοτε, όλοι περίμεναν το αποτέλεσμα της εκάστοτε αναμέτρησης και μετά τίθεντο τα συνταγματικώς προβλεπόμενα ερωτήματα. Για το πώς θα κυβερνούνταν η χώρα, σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας. Τώρα τι άλλαξε και γιατί τόση βιάση από όλους; Γιατί το ίδιο ερώτημα ακριβώς δεν τίθεται και σε άλλους πολιτικούς χώρους; Ποιοι είναι αυτοί που φανερά δείχνουν πως τους ευνοεί ένα Κίνημα Αλλαγής-βολικό συμπλήρωμα της μιας ή της άλλης πλευράς και σπεύδουν να προλάβουν εξελίξεις;

Είναι αλήθεια πως οι έμμεσες πιέσεις δεν προέρχονται μόνο από εξωτερικούς παράγοντες, αν και κυρίως από εκεί εκπορεύονται. Δεν είναι μόνο εκδοτικά συμφέροντα, δεν είναι μόνο άκομψες πολιτικές παραινέσεις από διόλου αρμοδίους. Υπάρχουν ενίοτε και εσωτερικοί καλοθελητές που συντηρούν διάφορα “φλερτ”, ανάλογα με τη δική τους ατζέντα. Και πάντως αντίθετα με την εκπεφρασμένη ρητά βούληση και της ηγεσίας του χώρου και προβεβλημένων στελεχών του αρμοδίων με την εκπροσώπηση του, αλλά και της βάσης της Παράταξης.

Ο χώρος μετά από την πολυετή του περιδίνηση, προχώρησε σε μια τολμηρή απόπειρα ανασυγκρότησης και παρά τα παραπατήματα και τις αστοχίες (υπάρχουν πολλές και παρά τη σανίδα σωτηρίας που αντικειμενικά προσφέρεται σε πολιτικά άστεγους πολίτες, το εγχείρημα ακόμα απέχει από το να αποκαλεστεί πραγματικά “ανάσα φρεσκάδας”) αρθρώνει δικό του λόγο και δική του περπατησιά. Όπως έκανε καθόλη την ιστορική του πορεία. Για ποιο λόγο να πρέπει, μόνος αυτός, να προδικάσει με συγκεκριμένο τρόπο τη μετεκλογική του συμπεριφορά; Και μάλιστα, όχι διά των πράξεών του, πράγμα που ήδη κάνει, αλλά ρητά με κάποια φραστική δέσμευση;

Κάτι τέτοιο α. δεν θα ακύρωνε τον ίδιο του τον εαυτό, υποβιβάζοντάς τον σε απλό “παράρτημα” και ιδίως β. δεν θα ήταν ευθέως υποβιβαστικό για τους πολίτες, οι οποίοι κυρίαρχα θα αποφασίσουν για τη θέση του καθένα στους νέους συσχετισμούς; Τα ερωτήματα αυτά απαντιούνται από την ίδια την εξέλιξη των πραγμάτων. Και πάντως έγκαιρα. Κάθε άκαιρη τοποθέτηση έχει μοιραίες συνέπειες. Είτε δείχνει κάποιον ως “μικρομέγαλο”, είτε του αφαιρεί δυνητική επιρροή. Κάθε κόμμα έχει μια πρωταρχική υποχρέωση έναντι της χώρας και των πολιτών. Να καταθέτει την επεξεργασμένη του πρόταση, να προσφέρει λύσεις προς αξιολόγηση. Και αφού αυτές αξιολογηθούν από τους πολίτες, τότε στην απόφασή τους απάνω καλείται να πάρει θέση για τη διακυβέρνηση του τόπου. Αν κρίνει πως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η πρότασή του εγκρίθηκε και μπορεί να προσφέρει, έχει χρέος να συνδράμει στη διακυβέρνηση, αναλαμβάνοντας μερίδιο της ευθύνης. Και φυσικά ανάλογο μερίδιο από την επιτυχία ή όχι της προσπάθειας. Διαφορετικά, παραμένει μια ουσιαστική και χρήσιμη φωνή αντιπολίτευσης στο Κοινοβούλιο και την κοινωνία.

Και αν το ερώτημα είναι “μα, πρέπει σώνει και καλά ένα κόμμα να μετέχει στην άσκηση εξουσίας”; Η απάντηση είναι πως αυτό βρίσκεται στον ίδιο τον ορισμό του πολιτικού κόμματος. Ως “οργάνωση προσώπων με σκοπό την κατάληψη της εξουσίας”. Κόμματα-κι έχουμε δει πολλά στο παρελθόν- που συνειδητά επέλεγαν για τον εαυτό τους τον εύκολο ρόλο του κόμματος διαμαρτυρίας. Αυτού που όλα του βρωμάνε και ποτέ δε θέλει ευθύνες. Αργότερα, όταν κάποια από αυτά ανέλαβαν τελικά τις τύχες μας στα χέρια τους, είδαν ξαφνικά τον κόσμο με άλλα μάτια. Κατάλαβαν το άλλοτε ανεδαφικό των θέσεών τους και είτε εγκατέλειψαν τη μάχη, είτε άσκησαν δημόσια αυτοκριτική. Άρα, ναι η εξουσία –ως υπηρεσία και όχι ως προνόμιο, αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση- είναι στόχος, αλλά όχι και ποτέ ερήμην του λαού. Αυτός είναι ο τελικός κριτής.

Από εκεί και μετά, το βασικό χρέος κάθε κόμματος είναι προς τη χώρα. Τη σταθερότητα της και τη μη διακινδύνευση της πορείας της. Αν μη τι άλλο, ο συγκεκριμένος χώρος, με τα λάθη και τις παραλείψεις του, σε αυτόν τον σκοπό δεν μπορεί να χρεωθεί ιδιοτέλεια. Και αναφέρομαι ιδίως στα χρόνια της κρίσης. Πήρε τη χώρα μια ανάσα πριν την κατάρρευση το 2009. Εκεί, μόλις η κατάσταση κατέστη σαφής, θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέες εκλογές εν μέσω καταιγίδας. Δεν το έκανε, αν και αυτό θα ήταν προς το κομματικό όφελος (όχι απαραίτητα του εθνικού). Συνέπεια αυτού είναι πως υπέστη, μόνο του και εντελώς δυσανάλογα, όλο το κόστος για τα δυσμενή μέτρα που συνεπάγετο η διεθνής βοήθεια. Αργότερα, το 2012 και ενώ είχε υποστεί εκλογική ήττα πρωτόγνωρη, παρέμεινε στις επάλξεις. Άλλωστε, ήταν τα λοιπά κόμματα που προσχώρησαν στην εθνική γραμμή που προηγουμένως κατήγγειλαν. Και το ΠΑΣΟΚ καλούσε, ήδη από το 2009 σε εθνική συνεννόηση.

Το 2012 και αφού μεσολάβησαν δεύτερες, αχρείαστες εν πολλοίς εκλογές, προσχώρησαν στη λογική της συνεννόησης η Ν.Δ. αλλά και η ΔΗΜΑΡ που αργότερα, 1 χρόνο μετά, μετάνιωσε. Και το 2015, όταν πια και οι πλέον “σκληροί”, προσχώρησαν στην ίδια πολιτική, δεν στύλωσε τα πόδια. Ζήτησε πάλι συναίνεση. Αλλά ο κ. Τσίπρας, τα βρήκε μέσα σε 2 ώρες σε όλα με τον παράδοξο συνεταίρο του, σε αυτήν την αλλοπρόσαλλη συνεργασία που όλους διεθνώς τους ξενίζει και μέχρις εσχάτως (τώρα άρχισαν τα…”όργανα”)μόνο στους συγκυβερνώντες φαινόταν φυσιολογική. Αγκαλιάστηκαν σφιχτά και δεν έδωσαν σημασία σε κανέναν. Δεν άκουγαν τίποτα, κυβέρνησαν αυθαίρετα και αλαζονικά και τοποθέτησαν απέναντι και ριζικά οποιονδήποτε δεν ήταν “μαζί τους”.

Επομένως και ο δρόμος μετά τις εκλογές, για ένα κόμμα που τηρεί την παράδοσή του, αλλά θέλει να είναι και υπεύθυνο είναι απλός. Θα κάνει ό,τι απαιτεί το συμφέρον της χώρας. Με σύνεση και χωρίς “τερατογενέσεις” (πολιτικές, ακόμα και ως λογικές ανακολουθίες). Θα είναι ο εγγυητής της σταθερότητας και θα σεβαστεί την ανάγκη κυβερνησιμότητας, μαζί με άλλες. Σε μια εποχή που και πάλι πολλά (αν όχι όλα, όπως τώρα έχουν ανοίξει) θα είναι στον αέρα, ένα κόμμα με πρόταση για τον τόπο και με σαφή και ασφαλή στρατηγική (εντός Ε.Ε., εντός ευρώ κλπ) δεν θα αντιμετωπίσει δίλημμα. Αυτό θα είναι ήδη λυμένο α. από την σαφή πολιτική του πρόταση και πρακτική επί καιρό και β. από την κυρίαρχη απόφαση-εντολή του λαού. Γι’ αυτό, ας σταματήσει η άνοστη θεωρητικολογία γύρω από τον προσανατολισμό των…πολιτικών ανέμων και ας επικεντρωθεί στην ουσία της πολιτικής. Εκεί που πάντα υπάρχει θέμα. Ποια είναι η πρόταση του καθένα, ποιους αφορά, ποια προβλήματα λύνει. Εκεί, έχουμε κάποιες απαντήσεις, περιμένουμε αρκετές περισσότερες. 

Του Νίκου Κασκαβέλη

capital.gr

* Νίκος Κασκαβέλης, δικηγόρος (ΜΔΕ-MSc)

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ