Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024

Το παραμύθι του τσαγκάρη

Του Άγη Βερούτη

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας τσαγκάρης. Αυτός ο τσαγκάρης περιφερόταν από χωριό σε χωριό, από γειτονιά σε γειτονιά, από σπίτι σε σπίτι και έφτιαχνε παπούτσια για τους χωρικούς στα μέτρα τους και ανάλογα με το βαλάντιό τους.

Κάποια στιγμή αποφάσισε να εγκατασταθεί στο μεγαλύτερο από τα χωριά που περιφερόταν, να φτιάξει ένα εργαστήριο και ένα μικρό μαγαζάκι και από εκεί να πουλάει τα παπούτσια του. Σιγά-σιγά έμαθαν οι χωρικοί να πηγαίνουν εκείνοι στο μαγαζάκι του τσαγκάρη για να αγοράζουν τα παπούτσια του.

Λίγους μήνες μετά που εγκαταστάθηκε στο κεφαλοχώρι ήρθε ο νέος δήμαρχος του χωριού και είπε στον τσαγκάρη: “Καλέ μου άνθρωπε, τώρα που ανέλαβα Εγώ δήμαρχος θέλω να αλλάξω τα πράματα. Όπως ξέρεις πληρώνεις φόρους για να καθαρίζουμε τους δρόμους. Τώρα θέλουμε να φτιάξουμε το δημαρχείο και να ομορφύνουμε την πλατεία ώστε να έρχεται περισσότερος κόσμος στο χωριό μας για να αγοράζει τα προϊόντα και τις πραμάτειες μας, και να βγάζεις και συ πιο πολλά από τη δουλειά σου. Για να το κάνουμε αυτό πρέπει να πληρώνεις παραπάνω φόρο από τις πενταροδεκάρες που σου αναλογούν σήμερα για τον οδοκαθαριστή του χωριού.”

Ο τσαγκάρης το σκέφτηκε λίγο και συμφώνησε αφού φαινόταν πως θα έδινε κάτι παραπάνω αλλά θα έβγαζε κάτι παραπάνω μετά από τη δουλειά του, και βρε αδερφέ θα γινόταν ωραιότερο το χωριό που είχε αποφασίζει να ζήσει αντί να περιπλανιέται. Και έτσι συμφώνησε.

Πέρασαν τα χρόνια και ήρθαν άλλοι δήμαρχοι. Το χωριό έγινε κοσμοπολίτικο, κόσμος ερχόταν και ξαναρχόταν, δούλευε παραπάνω, πούλαγε παραπάνω, αλλά και πλήρωνε παραπάνω αλλά όχι πάρα πολλά.

Οι δήμαρχοι που ήρθανε έπαιρναν δανεικά από την μεγάλη πόλη και ξήλωναν και ξαναέφτιαχναν τους δρόμους, προσλαμβάνανε τα σόγια τους και τους ψηφοφόρους τους να δουλεύουν στο δημαρχείο και τους πλήρωναν με τα δανεικά χωρίς να ρωτήσει κανείς ποτέ τον τσαγκάρη που φαινόταν υπόχρεος να ξεπληρώσει τα δανεικά.

Το σκεπτικό τους ήταν ότι ο τσαγκάρης δεν θα το μάθαινε ποτέ ότι δανείζονταν στο όνομά του. Θα έπαιρναν κάθε φορά καινούργια δάνεια να πληρώνουν τους κουμπάρους και τα ξαδέρφια τους που καμώνονταν πως δουλεύανε στο δήμο.

Βέβαια κάποιοι από εκείνους όντως τραβούσαν δουλειά, και οι υπόλοιποι μέσα στο δημαρχείο τους έψεγαν ότι χαλάνε τη μανέστρα.

Τελικά όμως το δημαρχείο κόντευε να σκάσει από τον κόσμο και κάποιος δήμαρχος ανακάλυψε έναν τρόπο να κάνει χώρο να πάρει κι άλλους συγγενείς και κουμπάρους να δουλεύουν στο δήμο: έστελνε νωρίς στη σύνταξη τους προηγούμενους και έτσι έκανε χώρο για τους επόμενους χωρίς να χάνει τις ψήφους των προηγούμενων γιατί τους πλήρωνε από τα δανεικά που δανειζόταν στο όνομα του τσαγκάρη.

Κάποια στιγμή η δόση των δανείων έγινε τόσο μεγάλη που ο δήμαρχος δεν μπορούσε να μαζέψει τα λεφτά από τους φόρους για να την πληρώσει και έτσι το δάνειο έσκασε. Βέβαια ο δήμαρχος της μεγάλης πόλης που βρισκόταν και η τράπεζα δεν ήθελε να αφήσει το απερίσκεπτο χωριό να ρημάξει και ανέλαβε να αποπληρώσει το δάνειο αλλά με όρο στο χωριό να βρει τρόπο να βγαίνει ο λογαριασμός του χωρίς άλλα δανεικά.

Μέχρι που βρέθηκε και ένας χοντρός δημοτικός σύμβουλος και είπε στον τσαγκάρη πως και αυτός ωφελήθηκε από τα δανεικά γιατί οι υπάλληλοι του δήμου αγόραζαν παπούτσια και φορούσαν. Και όταν ρώτησε ο τσαγκάρης πως γίνεται να ωφελήθηκε αυτός που έδινε εμπόρευμα για να πάρει τα λεφτά που μετά του τα έπαιρναν με φόρους, τον είπανε ανάλγητο και γερμανοτσολιά και φιλελέ. Ο τόνος στο “λελέ”.

Άλλαζαν οι δήμαρχοι αλλά δεν θέλανε να ξεβολέψουν τα σόγια και έτσι έβρισκαν τρόπο να τα παίρνουν από τον τσαγκάρη με πρόφαση πως για να ισιώσουν τον λογαριασμό θα έβγαζαν στη σύνταξη τους υπαλλήλους του δήμου στα 45 με τα ίδια λεφτά που παίρνανε ως μισθό υπαλλήλου και για αντάλλαγμα ο τσαγκάρης θα έπρεπε να δουλεύει ως τα 80. Αν ζούσε.

Όμως για να μη βαραίνει το χωριό ο τσαγκάρης όταν δεν θα μπορούσε πια να δουλεύει, μετά τα 80, θα του παίρνανε το 1/3 από όσα έβγαζε τώρα και για 50 χρόνια και υπόσχονταν ότι για αυτά που έδινε θα του επέστρεφαν το 1/10 όσων έβγαζε για τον ένα χρόνο που ήταν το προσδόκιμο ζωής του μετά τα 80.

Και αλλαλαχές από τα σόγια στο νέο δήμαρχο που υποσχέθηκε πως θα πουλήσει τσαμπουκά στη μεγάλη πόλη για να μη πληρώσει τα δανεικά. Και σκέφτηκε ο τσαγκάρης “και τα μισά να κάνει από όσα λέει καλά θα είναι”.

Τελικά ούτε ένα δεν έκανε, και έμεινε στην ιστορία ως “ο Ψεύτης”.

Στο μεταξύ του είπανε κάτι δημόσιοι υπάλληλοι ότι θα ξαναβγεί ο Ψεύτης γιατί κατάφερε τελικά να δουλεύει ο Δήμος χωρίς δανεικά, αλλά ο τσαγκάρης που πλέον δουλεύει όλη μέρα και στο τέλος του μήνα ούτε παπούτσια στα παιδιά του δεν του μένει να πάρει, σκέφτεται σοβαρά να φύγει από το χωριό να πάει αλλού.

Τον Ψεύτη δεν τον νοιάζει. Ποτέ δεν τον ένοιαζε ο τσαγκάρης κι ας κοπτόταν ότι λιώνει για χάρη του.

Ως που έβαλε έναν απόφοιτο δημοτικού να βγάζει ανακοινώσεις.

Ο γαλατάς, ο κουρέας, ο πεταλωτής και ο μαραγκός ήδη την έκαναν. Ο Ψεύτης ελπίζει πως άμα φύγουν αρκετοί σαν τον τσαγκάρη θα αρκούν τα σόγια για να ξαναγίνει δήμαρχος.

Άμα δεν το ρημάξει αυτός το χωριό θα το ρημάξουνε τα σόγια. Ή μαζί.

Πάντως ολόκληρο να το παραδώσουν στον επόμενο δήμαρχο δεν έχουν σκοπό. Στην ανάγκη θα του βάλουνε και φωτιά να το κάψουν.
Ξέρει από αυτά ο ψεύτης.

Τί να κάνει άραγες ο ήρωάς μας;

Ακολουθήστε τον Άγη Βερούτη στο Twitter: @Agissilaos
agissilaos@gmail.com

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ