Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024

Κοινωνία σε παράκρουση και ο κίνδυνος ενός νέου εθνικού διχασμού

Σε πρώτο πλάνο, για άλλη μια φορά, ο “κυρίαρχος” –αλλά εύκολα χειραγώγησιμος– ελληνικός λαός. Ο ίδιος ελληνικός λαός, που δεκαετίες ολόκληρες ψήφιζε όποιον του υποσχόταν “αλλαγή”, “ανασυγκρότηση”, “μεταρρυθμίσεις”, αλλά επίσης “σεμνά και ταπεινά” του υπόσχονταν μια θέση στο δημόσιο, αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις και μια καλύτερη –άκοπη– ζωή, ακόμα και αν ήταν με δανεικά, που υπονόμευαν το μέλλον μας. Ψήφιζε όσους υπόσχονταν ότι θα καταπολεμήσουν τη “σαπίλα”… των άλλων όμως. Διότι τα “δικά μας παιδιά” -αριστερά και δεξιά- είναι καλά και θέλουν το καλό της χώρας, οπότε αξίζει να κάνουμε τα στραβά μάτια μερικές φορές. Νεποτισμός και αναξιοκρατία, φαυλότητα και θρησκευτικός εθνικισμός, παροξυσμός ανάμεσα σε προγονολατρεία και στην κατάντια της σημερινής κοινωνίας που την κυβερνούν οι “προδότες και αλήτες πολιτικοί” που εμείς, μεθοδικά και πανηγυρικά, τους δώσαμε την εξουσία. Πελάτες ψηφοφόροι, βαθιά συντηρητικοί ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης (το ΚΚΕ τρανό παράδειγμα συντηρητισμού), εσωστρεφείς και φοβικοί σε οτιδήποτε και οποιονδήποτε, που έστω επιχειρήσει να εκφράσει μια άποψη που ξεφεύγει, ή/και αμφισβητήσει την “εθνική μυθολογία” με την οποία γαλουχηθήκαμε τη διάρκεια του 20ου αιώνα, στην οποία στηρίζεται η μοντέρνα ελληνική ταυτότητα.

Το πιο αποτυχημένο πολιτικό σύνθημα στην ιστορία της ελληνικής πολιτικής ζωής ήταν και παραμένει το “ο λαός δεν ξεχνά…”. Ο ελληνικός λαός, ξεχνά! Ξεχνά την ιστορία του και προτιμά να αυτοθαυμάζεται με την κατασκευασμένη εκδοχή που τον βολεύει. Ξεχνά τις επιλογές του και κατ’ επέκταση τις ευθύνες του για τους πολιτικούς που τον κυβερνούν. Ξεχνά επιμελώς να κάνει την αυτοκριτική του σε συλλογικό αλλά και ατομικό επίπεδο.

Αποτέλεσμα; Η όποια επιτυχία να είναι καθαρά απόδειξη του ελληνικού μεγαλείου, αλλά η αποτυχία να χρεώνεται στους εχθρούς του έθνους! Στους ξένους που μας επιβουλεύονται και μας ζηλεύουν για το μεγαλείο μας και στους ψευδό-συμμάχους μας που συνωμοτούν κρυφά εναντίον μας, διότι ως γνωστό είμαστε έθνος “ανάδελφο και εκλεκτό”. Τέλος, αν αυτά δεν αρκούν να βρούμε μια βολική εξήγηση για την αποτυχία, χρεώνεται στους άλλους Έλληνες, τους αντίπαλους, τους εθνομηδενιστές, τους προδότες, τους φασίστες, τα… κούμμουνια, τους εσωτερικούς “άλλους” τέλος πάντων, ή όπως θα λέγανε σε άλλες εποχές “τον εσωτερικό εχθρό”.

Όσο και όποτε έχει υπάρξει κάποιου είδους οικονομική ευημερία στην ελληνική κοινωνία, όλα αυτά, άκομψα και χοντροκομμένα τα βάζουμε κάτω από το χαλάκι, για να τα ανασύρουμε και πάλι σε στιγμές κρίσης, αλλαγμένα, κομμένα και ραμμένα να ικανοποιήσουν μια βολική και γρήγορη εξήγηση για το ποιος φταίει, σιγουρεύοντας πάντα ότι το φταίξιμο θα πέσει σε κάποιον άλλον, πέρα από τον εαυτό μας και τους ημέτερους μας.

Ένας μη σκεπτόμενος, απληροφόρητος ή/και αμόρφωτος λαός, είναι ιδανικός για χειραγώγηση και εκμετάλλευση. Έτσι οι περισσότερες κυβερνήσεις και οι πολιτικοί χώροι, ανεξάρτητα με το τι λένε δημοσίως, έχουν κάνει ελάχιστα διαχρονικά στο να αναβαθμίσουν την παιδεία, αλλά και το εκπαιδευτικό σύστημα γενικότερα. Παραπαιδεία, πανεπιστήμια που κυριαρχούν οι πολιτικές νεολαίες, υπέρογκη διδακτική ύλη που διαιωνίζει την παπαγαλία και αποθαρρύνει την κριτική σκέψη, συντεχνιακές λογικές, αναξιοκρατία στην αξιολόγηση του συστήματος και των διδασκόντων και τόσα άλλα. Είναι προφανές ότι το “σύστημα” δεν επιθυμεί στην ουσία σκεπτόμενους πολίτες, αλλά ελεγχόμενους και συνένοχους συνεργάτες, που θα στηρίζουν και θα εξυπηρετούν τα συμφέροντά του, με αντάλλαγμα τα ψίχουλα και ξεροκόμματα που θα πέφτουν από το φαγοπότι της εξουσίας.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα με την εθελούσια λήθη, την επιλεκτική μνήμη και την υποκειμενική ανάγνωση της ιστορίας μας, είναι ότι όχι μόνο εμφανιζόμαστε ανήμποροι να μάθουμε από τα λάθη του παρελθόντος, αλλά τελικά καταλήγουμε να τα επαναλαμβάνουμε, πάλι και πάλι.

Με αφορμή το Μακεδονικό που το τελευταίο διάστημα έχει έρθει και πάλι στο προσκήνιο, παρατηρούμε ακριβώς αυτό το φαινόμενο. Συλλαλητήρια, εθνικιστικές κορώνες, αριβίστες πολιτικούς που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν και να καρπωθούν την συγκυρία, αυτοανακηρυσσόμενους “προστάτες του έθνους”, που επικυρώνοντας το “λαϊκό αίσθημα”, την “δημοφιλή οργή”, με φλογερές ομιλίες και τοποθετήσεις επικροτούν τον παροξυσμό, αλλά και ενισχύουν τον διχασμό, σε πατριώτες και μη πατριώτες. Ακολουθούμε και πάλι λοιπόν τις ίδιες λογικές και αντιδράσεις, όπως στις αρχές τις δεκαετίας του ’90, που όχι μόνο δεν έφεραν θετικό αποτέλεσμα, αλλά αντίθετα αποδυνάμωσαν την θέση μας, δημιούργησαν διεθνή συμπάθεια για το “μικρό και αδύναμο” κράτος των Σκοπιών, όπου και αναγνώρισαν με την ονομασία που επέλεξε περισσότερες από 130 χώρες διεθνώς.

Πλέον 25 χρόνια μετά βέβαια, στην Ελλάδα της κρίσης, έχουμε και νέες γραφικότητες, νέους τρόπους να “διαβάσουμε” τα γεγονότα και να νομιμοποιήσουμε την “εθνική οργή” και τους “υπερασπιστές του έθνους”. Στην σημερινή κατάσταση όπως διαμορφώνεται επικρατούν, προβληματικές συμπεριφορές, φανατισμός, φόβος, άναρθρες κραυγές και φυσικά συγκεχυμένες θέσεις και απόψεις σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας, με αποτέλεσμα όχι μόνο τον θανάσιμο τραυματισμό της ιστορικής αλήθειας, της υπονόμευσης των όποιων διαπραγματεύσεων και των γενικότερων εθνικών μας συμφερόντων, αλλά επίσης αυξάνουν τον πολύ υπαρκτό κίνδυνο ενός νέου εθνικού διχασμού.

Πρώτα από όλα είναι ο ορισμός του όρου “Μακεδονία” αυτός καθαυτός, ο οποίος κάνει εμάς τους Έλληνες να αντιδρούμε και δεν έχει να κάνει απλά με την ονομασία ή την ύπαρξη του γειτονικού κράτους, αλλά με τον προσδιορισμό της μοντέρνας ελληνικής ταυτότητας, όπως ορίσθηκε και “χτίστηκε”, μετά τη δημιουργία του μοντέρνου ελληνικού κράτους στα μέσα του 19ου αιώνα. Ο κύριος μύθος που στηρίχτηκε, ως και σήμερα, η μοντέρνα Ελληνική ταυτότητα είναι η απευθείας σύνδεση με την αρχαία Ελλάδα και η αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνισμού τα τελευταία 2000 χρόνια μέσα από το τρίπτυχο, Αρχαία Ελλάδα – Μεσαιωνική Ελλάδα (Βυζάντιο) – Μοντέρνα Ελλάδα, όπως διατυπώθηκε από τον “πατέρα” της ελληνικής ιστοριογραφίας Κ. Παπαρηγόπουλο. Όπως έχουν υποστηρίξει διάφοροι ακαδημαϊκοί, στα Βαλκάνια υπάρχει μια αυξημένη ιστορικότητα, έτσι ένα κράτος για να δικαιολογήσει την ύπαρξή του είναι αναγκασμένο να ανατρέξει ή να κατασκευάσει, μια ιστορική ταυτότητα στην οποία βασίζει την κοσμοθεωρία και την εθνική του ταυτότητα. Τη διαδικασία αυτή όμως, μετά το ελληνικό παράδειγμα ακολούθησαν και τα υπόλοιπα Βαλκανικά έθνη (Σερβία, Βουλγαρία κτλ.), και αρκετά αργότερα και οι σλαβομακεδόνες, ως άρνηση όμως αυτή την φορά, τόσο της σερβικής όσο και της Βουλγαρικής τους ταυτότητας.

Το πρόβλημα λοιπόν για τους Έλληνες με τη χρήση του όρου Μακεδονία, είναι ότι το εκλαμβάνουμε ως μια ευθεία απειλή/κλοπή/παραβίαση στη βάση της εθνικής ταυτότητας μας, στο κέντρο του ψυχισμού μας. Αυτό και μόνο εξηγεί την άκρως συναισθηματική αντιμετώπιση του θέματος και την αδιάλλακτη στάση που έχουμε επιλέξει, αφού για εμάς τους Έλληνες, η όποια χρήση του όρου Μακεδονία από οποιονδήποτε μη Έλληνα, είναι απλά κάτι τρελό και απαράδεκτο. Σε συνδυασμό με τις αλυτρωτικές ρητορικές των σλαβομακεδόνων, που μοιραία μιμήθηκαν τα παραδείγματα των γειτόνων τους (Μεγάλη Σερβία, Μεγάλη Βουλγαρία, Μεγάλη Αλβανία, αλλά και η δική μας Μεγάλη Ιδέα), έχει ως αποτέλεσμα το όλο θέμα να διεγείρει τα ισχυρότερα εθνικά/εθνικιστικά αντανακλαστικά, ακόμα και σε Έλληνες που δεν ζουν στη Μακεδονία, ούτε καν στην Ελλάδα, αλλά στην Αμερική και στην Αυστραλία.

Φυσικά και υπάρχει ιστορική αλήθεια πολλαπλώς αποδεδειγμένη, και έχουμε κάνει πολλά στο παρελθόν ως χώρα ώστε να ενημερώσουμε τη διεθνή κοινότητα για αυτήν. Ακόμη και οι ίδιοι οι σλαβομακεδόνες έχουν κατά καιρούς παραδεχτεί το αυτονόητο (Γκριγκοροφ κ.α.), ότι δεν έχουν πραγματικά σχέση με τον Μέγα Αλέξανδρο και τους αρχαίους Μακεδόνες.

Το να αφήνουμε όμως άλυτο το θέμα αυτό, αρνούμενοι κάθε προσπάθεια συμβιβασμού με το γειτονικό κράτος, έχει αποδειχτεί επίσης ότι είναι επιζήμιο για τα συμφέροντά μας αλλά και την ιστορική αλήθεια που υπερασπιζόμαστε. Η ιστορική αλήθεια όμως δεν είναι μονοπώλιό μας και όταν μιλάμε για συμβιβασμό, θα πρέπει να μιλάμε για αμοιβαίο συμβιβασμό. Διότι ενώ δεν μπορούμε, πολύ σωστά, να αποδεχτούμε τον όρο Μακεδονία ως εθνοτικό ή γλωσσικό χαρακτηρισμό, την ίδια στιγμή, βάσει της δικής μας μυθολογίας, αδυνατούμε να τον δεχτούμε και ως γεωγραφικό προσδιορισμό, ειδικά όταν εκτείνεται και πέρα από τα ελληνικά σύνορα. Ως Έλληνες θεωρούμε και ορίζουμε συγκεκριμένα ως γεωγραφική Μακεδονία, μόνο τη Μακεδονία του Φίλιππου Β’, όπου το 90% όντως βρίσκεται εντός των ελληνικών συνόρων. Όμως ήδη από την περίοδο της τουρκοκρατίας, των Βαλκανικών πολέμων αλλά και του Α’ παγκοσμίου πολέμου ο γεωγραφικός όρος για τη διεθνή κοινότητα είχε διευρυνθεί περιλαμβάνοντας και την περιοχή του Βαρδάρη, όπως και τμήμα της νότια Βουλγαρίας.

Ένας έντιμος συμβιβασμός κατά τη γνώμη μου είναι, οι Έλληνες μεν να δεχτούν τον γεωγραφικό προσδιορισμό, αλλά και οι γείτονες μας να αποδεχτούν (με μεγάλο ψυχολογικό κόστος είμαι σίγουρος) ότι όχι μόνο δεν έχουν σχέση με την αρχαία Μακεδονία και τον ελληνιστικό πολιτισμό, αλλά ούτε και εδαφικές διεκδικήσεις προς τα γειτονικά κράτη. Μια τέτοια συμφωνία δεν μπορεί να είναι απλά διακρατική, αλλά διεθνής, ώστε να είναι απόλυτα δεσμευτική και να έχει μόνιμο χαρακτήρα.

Επιπλέον, όλες οι πολιτικές δυνάμεις της Ελλάδας πρέπει επιτέλους να σταθούν στο ύφος των περιστάσεων, αναγνωρίζοντας ότι η εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να είναι με κανένα τρόπο πεδίο μικροπολιτικής αντιπαράθεσης. Το γιατί επέλεξε η κυβέρνηση τη συγκεκριμένη συγκυρία για να επιλύσει το συγκεκριμένο θέμα εγείρει πολλά ερωτήματα. Η λογική ότι τώρα υπάρχει μια μετριοπαθής κυβέρνηση στα Σκόπια που έχει διάθεση για διαπραγμάτευση, ακούγεται ελκυστική μεν, αλλά είναι μοιραία αρκετά ευκαιριακή και επιφανειακή, αφού η συγκεκριμένη κυβέρνηση των Σκοπίων, παρά τη μετριοπάθεια της, δεν μπορεί από μόνη της ούτε να δεσμευτεί σε λύση (χωρίς δημοψήφισμα), αλλά ούτε και να προχωρήσει στην επιβεβλημένη –για την Ελλάδα– αναθεώρηση του Συντάγματος στη γειτονική χώρα.

Η προσπάθεια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ φαντάζει περισσότερο να στοχεύει σε μια σοβαρή πολιτική επιτυχία, ειδικά σε ένα μείζον εθνικό ζήτημα – πριν τις επόμενες εκλογές- αφού μέσα από τις μνημονιακές πολιτικές που εφάρμοσε, όχι μόνο έχει πλήξει το “αριστερό” της προσωπείο με το οποίο έπεισε αρχικά τους ψηφοφόρους, αλλά επιπλέον έχει δημιουργήσει μια ευρεία δυσαρέσκεια στην κοινωνία. Σίγουρα μια λύση είναι καλύτερη από τη μη λύση, καθώς όπως έχει αποδειχτεί από την πρόσφατη ιστορία μας, όποιο θέμα μένει “ανοιχτό” συνήθως καταλήγει να είναι ενάντια στα εθνικά μας συμφέροντα. Αν τα καταφέρει η κυβέρνηση θα είναι όντως επιτυχία, αλλά τα ερωτήματα παραμένουν, με τι όρους, με τι ανταλλάγματα και τι χρονοδιάγραμμα θα ακολουθηθεί;

Η στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης επίσης φαίνεται εξίσου αμήχανη και αδέξια. Μέρος της ΝΔ σε ένα “άνοιγμα” προς τον παραδοσιακά φιλικό δεξιό/ακροδεξιό χώρο επιχειρεί να καπηλευτεί τη συγκυρία προς όφελός της, και να συνδέσει τις συναισθηματικές κινητοποιήσεις για το Μακεδονικό, ως ένδειξη διαμαρτυρίας του κόσμου προς την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κατηγορηθεί από τους επικριτές της για πολλά, αλλά δεν δικαιολογείται επαρκώς η κατηγορία ότι δεν διαπραγματεύεται ορθά για το θέμα αυτό, αφού ακολουθεί το ύφος και τις αρχές διαπραγμάτευσης που είχαν θέσει προηγούμενες κυβερνήσεις, κάποιες από τις οποίες ήταν της ΝΔ.

Επιπλέον, μέσα σε αυτό το κλίμα, άλλοι παράγοντες βρήκαν βήμα να εκφράσουν τον ακραίο εθνικισμό τους, καμουφλαρισμένο σε πατριωτισμό, κάποιοι να κερδίσουν μερικά λεπτά δημοσιότητας, οι θρησκευτικοί ηγέτες ξέχασαν και πάλι το πνευματικό τους έργο και το “αγαπάτε αλλήλους” και βρήκαν ευκαιρία να μας θυμίσουν ότι είναι και πάλι οι προστάτες του έθνους, ενώ κάποιοι άλλοι, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης κατάφεραν να διαγράψουν όχι μόνο την προσωπική τους ιστορία και αγώνες αλλά και να δώσουν ουσιαστικά νομιμοποίηση σε δολοφόνους όπως η Χρυσή Αυγή, για να εισπράξουν έπειτα και τα συγχαρητήρια τους!

Χιλιάδες κόσμου παρασύρθηκαν και πάλι σε ανούσια συλλαλητήρια, από ανθρώπους με αμφίβολα κίνητρα, σε ένα παροξυσμό “πατριωτισμού”. Τελικά όμως ποιος είναι πιο πατριώτης;

Αυτός που θέλει μια χώρα αμιγώς Ελληνική, αλλά συνάμα εσωστρεφή και φοβική; Ή αυτός που θέλει μια χώρα που να δικαιολογεί τον τίτλο της “κοιτίδας του πολιτισμού και της δημοκρατίας”, μια ανοιχτή κοινωνία με διεθνή στάτους;

Αυτός που ντυμένος τσολιάς/μακεδονομάχος ή ό,τι άλλο διαδηλώνει για τα δίκαια του έθνους;Ή αυτός που πανηγύριζε στην πλατεία συντάγματος για το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος, που τελικά έγινε ναι;

Αυτός που σε κάθε ευκαιρία, “αγανακτισμένος” κάνει σαματά και φασαρία για τα δίκαια ή άδικα αιτήματα του; Ή αυτός που χρόνια ολόκληρα πληρώνει τους φόρους του και σιωπηρά δίνει τη μάχη του να επιβιώσει και να μεγαλώσει σωστά τα παιδιά του;

Επικίνδυνα πράγματα κατά τη γνώμη μου και άτοπα διλήμματα. Ο πατριωτισμός δεν ανήκει σε κανένα μας και έχει πολλές εκδοχές, πολλές φορές και ανά περίπτωση οι ίδιοι που δηλώνουν πατριώτες ζημιώνουν την πατρίδα που αγαπούν, ίσως από άγνοια, ίσως και από σκοπό.

Αλλά δεν υπάρχει μεγαλύτερη ζημιά, όπως έχει αποδειχτεί στο πρόσφατο παρελθόν μας, από το να διχάζουμε τον λαό και την πατρίδα που όλοι υποστηρίζουμε ότι αγαπάμε.

Του Dr. Κωνσταντίνου Κοτζιά
capital.gr

* Ο Dr. Κωνσταντίνος Κοτζιάς είναι Διεθνολόγος

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ