Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Προκλήσεις και διλήμματα του νέου φορέα

Του Γιώργου Σωτηρέλη

Η ολοκλήρωση της πρώτης φάσης του εγχειρήματος για την ίδρυση νέου προοδευτικού φορέα μας επιτρέπει πλέον μεν μια πρώτη αποτίμηση, τόσο για την έως τώρα πορεία όσο και για τις μελλοντικές προοπτικές.

Ειδικότερα:

Α. Η Επιτροπή που ανέλαβε να εγγυηθεί, υπό την προεδρία του Νίκου Αλιβιζάτου, την εκλογική διαδικασία, κατάφερε, τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, έναν πραγματικό άθλο. Αρκεί να αναλογισθεί κανείς την έντονη αβεβαιότητα που υπήρχε για όλες τις προηγούμενες εκλογές του χώρου (τόσο για την συμμετοχή όσο και για τα αποτελέσματα…) αλλά και τα προβλήματα που ταλάνισαν την Νέα Δημοκρατία στην αντίστοιχη διαδικασία.

Β. Η συμμετοχή ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Τελικά όμως ευνόησε τους δύο βασικούς υποψηφίους που προέρχονταν από το ΠΑΣΟΚ, παρά τις περί του αντιθέτου προβλέψεις. Η εξήγηση ότι αυτό οφείλεται μόνο σε εσωκομματικούς μηχανισμούς κατά την άποψή μου δεν είναι πειστική. Μια προσεκτική στάθμιση αφενός της συμμετοχής, που ήταν τετραπλάσια αυτής του 2015, και αφ’ετέρου των αποτελεσμάτων δείχνει νομίζω εύγλωττα ότι τουλάχιστον οι μισοί ψηφοφόροι του πρώτου γύρου προέρχονται από τους εκτός των τειχών. Από αυτούς αρκετοί, που ψήφιζαν τα τελευταία χρόνια ΔΗΜΑΡ, Ποτάμι ή ΚΙΔΗΣΟ στράφηκαν ιδίως, όπως αναμενόταν, προς τον Καμίνη –η συμμετοχή του οποίου υπήρξε καταλυτική για την επιτυχία του όλου εγχειρήματος– και τον Θεοδωράκη. ΟΙ υπόλοιποι όμως, που έκριναν τελικά και το αποτέλεσμα –διότι κατά την άποψή μου αποτελούν πάνω από το ¼ του συνόλου– είναι φανερό ότι είναι παλαιοί οπαδοί του ΠΑΣΟΚ που είχαν «μεταναστεύσει» στον ΣΥΡΙΖΑ και τώρα επαναπατρίσθηκαν, επιλέγοντας τους υποψηφίους που θεώρησαν πιο οικείους.

Γ. Η παραπάνω επιστροφή είναι εξόχως ενθαρρυντική για την εν δυνάμει πολιτική επιρροή του νέου φορέα, υπό δύο ωστόσο προϋποθέσεις:

Η πρώτη αφορά την ευρύτερη φυσιογνωμία του. Από το εκλογικό αποτέλεσμα προκύπτει σαφώς ότι η συντριπτική πλειονότητα των συμμετασχόντων απορρίπτει την λογική ενός «χύμα» και επαμφοτερίζοντος «κεντρώου» χώρου, με ασαφή πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Από εκεί και πέρα, όμως, ο δρόμος είναι μακρύς και ναρκοθετημένος από ποικίλα συμφέροντα και έντονες ψυχώσεις. Ως εκ τούτου απαιτούνται επίπονες ιδεολογικοπολιτικές διεργασίες, με στόχο την διαλεκτική ανασύνθεση όλων των ρευμάτων της ευρείας Αριστεράς (σοσιαλδημοκρατία, ανανεωτική Αριστερά, Οικολογία) σε μια νέα παράταξη, που θα συνδυάζει εποικοδομητικά αφ’ενός μεν τον πατριωτισμό με τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό αφ’ετέρου δε την ανοιχτή δημοκρατική κοινωνία με την κοινωνική δικαιοσύνη.

Η δεύτερη προϋπόθεση αφορά την περαιτέρω οργανωτική πορεία του νέου φορέα, μέσω ενός σοβαρού και συνθετικού Συνεδρίου, όχι μόνον για να αποσαφηνισθεί, κατά τα ανωτέρω, το ιδεολογικοπολιτικό στίγμα αλλά και για να εκλεγούν τα συλλογικά όργανα που θα δώσουν σάρκα και οστά στο νέο εγχείρημα.

Το κρισιμότερο δίλημμα, πάντως, είναι το αν ο νέος φορέας θα είναι πολυκομματικός ή απλώς πολυτασικός. Με βάση τα έως τώρα δεδομένα, η αυτοδιάλυση των υπαρχόντων κομμάτων δεν φαίνεται πιθανή. Από την άλλη, όμως, μια «συνομοσπονδία» κομμάτων –που θα συνεργάζονται απλώς χαλαρά αλλά θα λειτουργούν παράλληλα και εν πολλοίς ανεξάρτητα– θα είναι καταστροφική, διότι θα ακυρώσει την έως τώρα δυναμική. Η πιο πρόσφορη λύση φαίνεται, προς το παρόν τουλάχιστον, ένα σφιχτό «ομοσπονδιακό» σχήμα, με τις κεντρικές πολιτικές αρμοδιότητες (προγραμματικές θέσεις, σχέσεις με ευρωπαϊκά και ελληνικά κόμματα, επιλογή υποψηφίων) να ανατίθενται στον νέο φορέα και με τα επί μέρους κόμματα να διαθέτουν περιφερειακό και «εισηγητικό» ρόλο, έως ότου κρίνουν τα ίδια ότι θέλουν να μετεξελιχθούν σε πολιτικές τάσεις.

Είναι εφικτή μια τέτοια εξέλιξη; Δεν είμαι βέβαιος. Πέρα από το ότι θα χρειασθούν πολλές υπερβάσεις από όλους, το κλειδί εν τέλει το κρατάει η κα Γεννηματά, η οποία, παρότι δεν προσδίδει, ως πολιτική προσωπικότητα, ευρύτερη εμβέλεια στον νέο φορέα, πιστώνεται με αξιοπρόσεκτα δείγματα γραφής ως προς την διασφάλιση της ενότητας και την επιδίωξη ανοιγμάτων, ακόμη και αν αυτά συνεπάγονται προσωπικό ρίσκο. Μένει λοιπόν να αποδειχθεί το αν ισχύει όντως ότι τις καλύτερες μεταβάσεις τις κάνουν οι άνθρωποι του παλαιού συστήματος…

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Νέα Σελίδα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ