Τρίτη, 19 Μαρτίου, 2024

Ας μιλήσουμε για ξένες επενδύσεις…

Του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου

Ζούμε σε μία χώρα προνομιακή. Η φυσική ομορφιά της, η κομβική τοποθεσία της, το πλούσιο υπέδαφός της είναι μοναδικά. Επιπλέον έχει ευλογηθεί με ήλιο και αέρα. Με άλλα λόγια, το τέλειο επενδυτικό περιβάλλον.

Για τον τουρισμό και τις παράλληλες υπηρεσίες, για real estate, για εξορύξεις, για ενέργεια, μεταφορές, για ναυτιλία – λιμάνια κλπ κλπ κλπ. Επιπλέον μιλάμε για μία χώρα της ζώνης του ευρώ – τα περί grexit μόνο ως αρρωστημένο όνειρο κάποιων ίσως υφίστανται ακόμη και δεν είναι σε καμιά περίπτωση σοβαρά -, με λυμένα πολλά εργασιακά προβλήματα μετά τις σκληρές αποφάσεις που ψήφισε η Βουλή, με χαμηλά πλέον κόστη και αποτιμήσεις, με πολιτική σταθερότητα καθώς η παρούσα κυβέρνηση προσαρμόζεται εξ ανάγκης στο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα ενώ ακόμα και η πολιτική αλλαγή θα φέρει στην εξουσία μία πολύ φιλικότερη προς τις επενδύσεις κυβέρνηση.

Γιατί λοιπόν δεν έρχονται οι επενδυτές; Γιατί εξακολουθούν να είναι επιφυλακτικοί; Με βάση τις παραμέτρους που διαμορφώνουν το επενδυτικό περιβάλλον και τις ευκαιρίες που έχουν δημιουργηθεί λόγω της κρίσης, θα έπρεπε να γίνεται παρέλαση επενδυτών. Να συνωστίζονται ποιος θα πρωτοπρολάβει. Να αναζητούν στη χώρα ένα νέο… Ελντοράντο. Εξέλιξη που θα εκτόξευε και την ελληνική οικονομία και θα προκαλούσε μία θεαματική στροφή στη χώρα. Θα επέλυε πολλά δημοσιονομικά προβλήματα και θα είχε σταδιακά και σημαντικό θετικό αντίκτυπο στη ζωή των πολιτών.

Τι έχουν λοιπόν τα έρημα και φοράνε; Ούτε με την υπογραφή της δεύτερης αξιολόγησης άλλαξε κάτι θεαματικά, ούτε με την δειλή έστω επιστροφή της χώρας στις αγορές. Πρόσφατα το πρακτορείο Reuters ανέδειξε σε θέμα του τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι επενδυτές στην Ελλάδα. Χρησιμοποίησε ως παράδειγμα δύο “καραμπινάτες” περιπτώσεις. Την στοιχιωμένη επένδυση των 400 εκατομμυρίων στην περιοχή Αφάντου της Ρόδου όπου η αρχαιολογική υπηρεσία και ίσως τοπικά συμφέροντα την μπλοκάρουν παρά το γεγονός ότι προηγήθηκε διαγωνισμός. Και την περίπτωση του Ελληνικού. Με τον τραγέλαφο της εμπλοκής πότε του δασαρχείου και πότε της αρχαιολογικής υπηρεσίας. Νομίζω ότι δεν χρειάζεται να αναφέρουμε κάτι ιδιαίτερο για την μεγαλύτερη επένδυση στη χώρα που προσκρούει συνεχώς στα “παράθυρα” της γραφειοκρατίας και τους υπηρεσιακούς Καισαρίσκους.

Μόνο που όπως επισημαίνει και το Reuters, “η ανάκαμψη της Ελλάδας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις ξένες επενδύσεις. Πριν από επτά χρόνια ξεκίνησε ένα πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης για να εξασφαλίσει 50 δισεκατομμύρια ευρώ για το σχεδόν χρεοκοπημένο κράτος. Μέχρι σήμερα η χώρα έχει φτάσει μόλις τα 4,4 δισεκατομμύρια και οι επικριτές λένε ότι η υπερβολική γραφειοκρατία είναι ένας σημαντικός λόγος για την άθλια αυτή απόδοση”. Να λοιπόν που το ρεπορτάζ έδωσε ουσιαστικά και την απάντηση για το τι φταίει…

Μόνο που θα προσθέσω κάτι ακόμα. Πολύ πιο σημαντικό κατά την ταπεινή μου άποψη. Ο κύριος φταίχτης είναι η έλλειψη πολιτικής βούλησης και πολιτικής γενναιότητας. Αυτό δεν βλέπουν οι επενδυτές. Γι’ αυτό βαλτώνουν επενδύσεις που θα δημιουργούσαν δεκάδες χιλιάδες πραγματικές θέσεις εργασίας και θα αποτελούσαν κράχτη για την προσέλκυση κι άλλων επενδυτών. Δεν υπάρχει η πολιτική βούληση να σπάσουν αυγά και δεσμά με συνδικαλιστικούς, υπηρεσιακούς και τοπικούς φορείς. Να αγνοηθούν μικροσυμφέροντα. Να νομοθετηθούν δικλείδες ασφαλείας για την μη εμπλοκή των επενδύσεων από τον κάθε αχαρακτήριστο…

Και αυτή η ισχυρή πολιτική βούληση δεν διαπιστώνεται. Ακόμα και ό,τι έχει προχωρήσει, όπως ο ΟΛΠ ή τα αεροδρόμια πέρασε δια πυρός και σιδήρου. Και φυσικά δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται η επιχειρηματικότητα ως εχθρός. Δηλαδή τι θα πει “έρχονται να κερδίσουν”; Προφανώς. Δηλαδή θα βάλουν δισ. για να χάσουν; Ήμαρτον…. Πρέπει να αποδειχθεί έμπρακτα η ύπαρξη ισχυρής βούλησης. Δεν μπορεί μία κυβέρνηση να παριστάνει πότε τον τιμητή και πότε τον Πόντιο Πιλάτο. Και παράλληλα να σταθεροποιηθούν οι κανόνες του παιχνιδιού. Ξέρετε, το πρόβλημα της υψηλής φορολόγησης δεν είναι το κρίσιμο. Το κρίσιμο είναι ότι κάθε τρεις και λίγο αλλάζουν τα δεδομένα. Θυμηθείτε πόσες φορολογικές διατάξεις (και αναδρομικά!) είχαμε τα τελευταία χρόνια… Πραγματική τρέλα.

Για να έλθουν λοιπόν οι επενδυτές, όχι διερευνητικά, αλλά ουσιαστικά, πρέπει πάνω από όλα να δείξει η χώρα ότι τους θέλει! Να υπάρξει η βούληση να ξεπεραστούν οι αγκυλώσεις. Και τότε ίσως να μιλήσουμε για μία άλλη Ελλάδα…

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ