Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024

Κατάλαβε ο Μητσοτάκης τι (του) είπε (και) ο Μπαρόζο;

Του Γ. Λακόπουλου

Ο τέως πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο -Πορτογάλος κεντροδεξιός- δεν είναι ιδιαίτερα συμπαθής πολιτικός, κυρίως λόγω του τέλματος που γνώρισε η κοινοτική Ευρώπη επί των ημερών του. Αλλά μια φράση του για την Ελλάδα στην πρόσφατη συνέντευξή του στην «Καθημερινή» είναι όλα τα λεφτά:

«Γιατί δεν έχετε μπορέσει να βγείτε από την κρίση, όπως το έκαναν άλλες χώρες; Διότι είχατε αχρείαστες πολιτικές κόντρες, που κόστισαν πολλά στην ελληνική κοινωνία».

Για όποιον δεν κατάλαβε σε ποιον απευθυνόταν διευκρίνισε: «Σε περιόδους κρίσης πρέπει όλοι να συσπειρώνονται. Είμαστε δημοκρατίες και είναι φυσικό να υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ κομμάτων, αλλά όταν διακυβεύονται θεμελιώδη εθνικά συμφέροντα, τα κόμματα πρέπει να συζητούν σοβαρά και να συνεργάζονται στο πλαίσιο ενός εθνικού συμβιβασμού με την καλή έννοια του όρου».

Η κοινή πολιτική λογική λέει ότι η συνεργασία περνάει πρωτίστως από τη βούληση της αντιπολίτευσης. Η κυβέρνηση έτσι κι αλλιώς τη θέλει. Αλλά, όταν είναι όρος εθνικής επιβίωσης, στην αντιπολίτευση ανήκει το βάρος της απόφασης για σύμπνοια.

Στη μεταπολιτευτική Ελλάδα η κουλτούρα των μονοκομματικών κυβερνήσεων -που υποδήλωσε τη διάθεση για αποκλειστική και αυθαίρετη νομή και κατοχή της εξουσίας- υπονόμευσε την προοπτική της χώρας, γιατί ακύρωνε την προοπτική σύμπραξης των πολιτικών δυνάμεων σε κρίσιμα θέματα.

Ιδιαίτερα όταν επρόκειτο να ληφθούν αποφάσεις με πολιτικό κόστος, η αντιπολίτευση έμενε αμέτοχη και περίμενε να αποδυναμωθεί η κυβέρνηση για να πάρει τη θέση της. Και να συνεχιστεί η ίδια αντιμετώπιση απέναντι στην ίδια από την πρώην κυβέρνηση και πάλι από την αρχή.

Στις δεκαετίες που το κοινοτικό χρήμα και ο δανεισμός επέτρεπαν στα κόμματα να κυβερνούν με παροχές συσσωρεύοντας χρέη, το πρόβλημα έμπαινε κάτω από το χαλί. Τα μεγάλα κόμματα επιδίδονταν σε ανελέητες -και ελεεινές- συγκρούσεις με όλα τα μέσα, αλλά κανείς δεν ανησυχούσε.

Όταν όμως χτύπησε την πόρτα της χώρας η διεθνής κρίση το 2008, η αδυναμία συνεννόησης, κυρίως λόγω της δίψας της αντιπολίτευσης για εξουσία -κάτι που συνιστούσε τελικά μικρονοϊκή συμπεριφορά- συμπαρέσυρε τη χώρα στον όλεθρο και αυτό συνεχίζεται…
Τρεις μοιραίοι επίδοξοι πρωθυπουργοί

Η ιστορία δεν γράφεται με υποθέσεις, αλλά μερικά «αν» είναι συγκλονιστικά. Πώς θα μπορούσαν να έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα αν τα κόμματα μπορούσαν να συνεννοηθούν σε θέματα εθνικής επιβίωσης και να υπάρξουν φυσιολογικές εξελίξεις; Ας δούμε μερικά παραδείγματα:

Στις αρχές του 2009, αν ο Γιώργος Παπανδρέου είχε δεχθεί την πρόταση του Κώστα Καραμανλή να συνεργαστεί στην επίλυση του ασφαλιστικού -και αν δεν έκανε στη συνέχεια τον εκβιασμό με την προεδρία της Δημοκρατίας που οδηγούσε σε παρατεταμένη προεκλογική περίοδο- η δημοσιονομική εξέλιξη εκείνης της χρονιάς θα ήταν διαφορετική. Και ο πρώτος που θα επωφελούνταν θα ήταν ο Παπανδρέου, όταν θα έπαιρνε με τη σειρά του την εξουσία – χωρίς Μνημόνια φυσικά.

Στη συνέχεια, αν ο Αντώνης Σαμαράς δεν έσπευδε το 2012 να ρίξει την κυβέρνηση Παπαδήμου, στην οποία αποτυπώθηκε κάποια συναίνεση -έστω με το στίγμα της Καρατζαφέρειας συμμετοχής που μας κληροδότησε τον Άδωνι- πολλές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις θα είχαν προχωρήσει και η έξοδος από τη κρίση θα είχε επιταχυνθεί. Με πρώτον ωφελημένο τον Σαμαρά, τον οποίο κατάστρεψε τελικά η βουλιμία του για εξουσία – συμπαρασύροντας και τη χώρα.

Με τη σειρά του, αν ο Αλέξης Τσίπρας είχε συμπράξει το 2015 στην εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας, χωρίς να πέσει στην παγίδα των πρόωρων εκλογών, εκβιάζοντας τη διεξαγωγή τους το Δεύτερο μνημόνιο θα έκλεινε φυσιολογικά. Ο πρώτος που θα κέρδισε από αυτή την εξέλιξη θα ήταν τελικά ο ίδιος, καθώς οι Σαμαράς – Βενιζέλος ήταν τελειωμένοι και η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στην ώρα της ήταν σίγουρη. Σήμερα πληρώνει εκείνη τη στάση του, που επέτρεψε και σε άνθη σαν την Ζωή να ξεπεταχτούν – πλην των άλλων…

Τρεις επίδοξοι Πρωθυπουργοί – τρεις περιπτώσεις ολέθριας συμπεριφοράς, από τρία διαφορετικά κόμματα και από τρεις διαφορετικούς ενδιαφερομένους να πάρουν την πρωθυπουργία. Χωρίς να υπολογίζουμε την αντίστοιχη συμπεριφορά του Κώστα Μητσοτάκη το 1990 με την κυβέρνηση Ζολώτα- και είδαμε την τύχη του.
Ο τέταρτος και χειρότερος

Αυτά θα έπρεπε να γίνουν μάθημά στον επόμενο. Αλλά ο Κυριάκος Μητσοτάκης από τη στιγμή που κατάφερε να γίνει αρχηγός της ΝΔ δεν παραδειγματίσθηκε από την κατάληξη που είχαν Παπανδρέου και Σαμαράς και κινδυνεύει να έχει και ο Τσίπρας, επειδή δεν είχαν υπομονή να περιμένουν τη σειρά τους. Τους αντιγράφει στο χειρότερο και στη χειρότερη στιγμή.

Οι προηγούμενοι δεν είχαν την γενναιότητα να βάλουν τη χώρα πάνω από το κόμμα τους. Να βάλουν πλάτη τη κρίσιμη στιγμή χωρίς να τυφλωθούν από την εξουσιομανία τους. Να δουν τη βλάβη που υφίσταται η χώρα κάθε φορά που εκβιάζεται ο εκλογικός κύκλος.
Η συμπεριφορά του κόμματος που διεκδικεί την εξουσία είναι οιονεί αντι-εταιρική. Αν υπάρχει πρόβλημα εμπιστοσύνης προς τη Ελλάδα υπάρχει αυτή τη φορά για την αντιπολίτευση της όχι για τη κυβέρνηση. Γι’ αυτό οι εταίροι διστάζουν να προχωρήσουν στο επόμενο βήμα.

Ο ίδιος από την πρώτη στιγμή άρχισε να ζητάει εκλογές. Σα να ήταν ο σούπερ πολιτικός που θα μπορούσε μέσα σε ένα μήνα να γίνει και αρχηγός κόμματος και πρωθυπουργός. Αρνείται να δει την ανάγκη για σύγκλιση σε συγκεκριμένα θέματα, ως προϋπόθεση να προχωρήσουν τα πράγματα υπέρ των συμφερόντων της χώρας.

Γίνεται έτσι ο τέταρτος -ή πέμπτος με τον πατέρα του- αρχηγός αξιωματικής αντιπολίτευσης και ο χειρότερος σε μια δεκαετία που κάνει κάτι περισσότερο από λάθος: καταδικάζει τη χώρα σε αδιέξοδο καθώς κάποιες αποφάσεις είναι αδύνατο να γίνουν μόνο από την κυβέρνηση.

Ακόμη και ενώπιον των κρίσιμων ευρωπαϊκών αποφάσεων αυτού του μήνα, συνεχίζει την άρνηση, παρότι είναι προφανές πόσο τον έβλαψε ως τώρα και πόσο βλάπτει την Ελλάδα η ανόητη συνθηματολογία «αυτό είναι λογαριασμός του Τσίπρα».

Το ξέρουν όλοι στο κόμμα του και διεθνώς. Αλλά προτιμάει να ακολουθεί τους φιρφιρίκους που του λένε ότι σαρώνει -δημοσκοπικά!- και θα κυριαρχήσει κάνοντας περίπατο, αν παίξει με την πόλωση. Αντιμετωπίζει την κυβέρνηση όχι σαν διαχειριστή των υποθέσεων της Ελλάδας, αλλά και από τη σκοπιά των «νταβατζήδων», υπερασπιζόμενος τα προνόμιά τους, ώστε να υπερασπίζονται κι αυτοί την προοπτική του.

Όλα αυτά θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν στο πλαίσιο της αντιπολιτευτικής δράσης ελληνικού τύπου αν δεν βρισκόμαστε ενώπιον της υπέρτατης εθνικής ανάγκης να υπάρξει διευθέτηση του ελληνικού χρέους, ώστε η χώρα να βγει σταδιακά στις αγορές και να αρχίσει η πορεία εξόδου από την κρίση με επιστροφή της ανάπτυξης και εδραίωση στην Ευρωζώνη.

Όλοι τρίβουν τα μάτια τους για τη συμπεριφορά του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης αυτή την κρίσιμη ώρα. Σε όλες τις χώρες που δοκιμάσθηκαν η αντιπολίτευση προσήλθε σε κοινό μέτωπο με τη κυβέρνηση μέχρι που βγήκαν από το πρόγραμμα, οπότε συνεχίσθηκε φυσιολογικά η πολιτική ζωή τους.

Η συμπεριφορά του κόμματος που διεκδικεί την εξουσία είναι οιονεί αντι-εταιρική. Αν υπάρχει πρόβλημα εμπιστοσύνης προς τη Ελλάδα υπάρχει αυτή τη φορά για την αντιπολίτευση της όχι για την κυβέρνηση. Γι’ αυτό οι εταίροι διστάζουν να προχωρήσουν στο επόμενο βήμα.

Αυτό ακριβώς είπε στον Κυριάκο ο ομοϊδεάτης του Μπαρόζο. Αν ο αρχηγός της ΝΔ δεν το καταλάβει ας του το εξηγήσει κάποιος. Δεν είναι ο πρώτος που -του- το επισημαίνει. Οι Γερμανοί, οι Αμερικανοί, οι Ευρωπαίοι, οι Θεσμοί, τα διεθνή ΜΜΕ, όλοι το ίδιο λένε: το «όχι σε όλα» της ΝΔ βλάπτει την Ελλάδα. Και πάντως δεν οφείλει η ΝΔ παρά τις δημοσκοπικές αεροβασίες…

Στο τέλος αυτός που θα βγει χαμένος από αυτή τη συμπεριφορά -που χειροκροτούν μόνο τα όργανα της διαπλοκής- είναι ο ίδιος ο Μητσοτάκης. Αν ισχύει το ότι «είναι λίγος» όπως λένε για τους χειρισμούς στο κόμμα του, αποδεικνύεται λιγότερος με τους χειρισμούς σε εθνικό επίπεδο.

Αν δεν συνδράμεις στη χώρα του την ώρα που έχει ανάγκη -και απέχεις αραδιάζοντας αντιπολιτευτικές αρλουμπολογίες, ή δημιουργείς αποσταθεροποίηση- γιατί να σου αναθέσουν οι πολίτες τη διακυβέρνησή της; Αν τα καταφέρει η κυβέρνηση μόνη της θα την προτιμήσουν. Αν όχι θα χρεωθείς κι εσύ την καταστροφή… Στοιχειώδες, Γουότσον…

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ