Τρίτη, 19 Μαρτίου, 2024

Ανάλυση διαμάχης ΔΝΤ – Σόϊμπλε

Η σοβαρή και υπεύθυνη πολιτική, θα αποδυναμώσει κάθε «εχθρό» μας
Καλά δομημένο σχέδιο ανάπτυξης, σε βέβαιο επενδυτικό περιβάλλον

Γράφει ο Νίκος Αναγνωστάτος

Από όσα έχουν διαρρεύσει από το πρόσφατο Γιουρογκρούπ της 22.5.2017, προκύπτει ανάγκη ανάλυσης της διαμάχης ΔΝΤ με Σόϊμπλε, διότι φοβάμαι ότι διακρίνω είτε παρανοήσεις, είτε παρερμηνείες. Ο κ.Τσακαλώτος, ως ο αρμόδιος υπουργός της Κυβέρνησης, επιδίωκε ως την βέλτιστη λύση, την ουσιαστική συμμετοχή του ΔΝΤ, με δεδομένο ότι προϋπέθετε την ρύθμιση του χρέους, ώστε να καταστεί διαχειρίσιμο. Όμως ο κυρίαρχος κ.Σόϊμπλε, δεν ήθελε ούτε καν να συζητηθεί η ρύθμιση του χρέους.

Τούτο το στήριζε κατ’ αρχήν στην συμφωνία που περιέχεται στο τρίτο Μνημόνιο, ότι το θέμα του χρέους θα εξεταστεί μετά το πέρας του Μνημονίου, δηλαδή τον Αύγουστο του 2018, πέραν του γεγονότος ότι από ;40 προαπαιτούμενα, ψηφίστηκαν τα 105, άρα υπολείπονται 35, καθώς και ότι ο Σόϊμπλε δεν θα ήταν ποτέ διατεθειμένος να το συζητήσει πριν της γερμανικές εκλογές, διότι, θα έπρεπε να περάσει την όποια ρύθμιση, από το γερμανικό κοινοβούλιο. 

Όμως από τη στιγμή που το Μνημόνιο προέβλεπε την εξέταση της τυχόν ρύθμισης του χρέους, μετά την επιτυχή λήξη του, ποιος ο λόγος να τεθεί πρόωρα, γνωρίζοντας ότι δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να συμφωνήσει η Γερμανία; Υπεραισιοδοξία είναι η επιεικέστερη εκδοχή, ότι θα υπερίσχυε η πρόταση του ΔΝΤ. Με δεδομένο ότι η ρύθμιση του δανείου σε αυτό το στάδιο, δεν αποτελεί αναγκαία προτεραιότητα, όπως εξήγησα στο προηγούμενο σημείωμά μου, προς τι η σύγκρουση; Η αντιπρόταση του Σόϊμπλε, να συμμετέχει το ΔΝΤ ως σύμβουλος, όπως μέχρις ώρας, απορρίφθηκε από την Κυβέρνηση, ως τη χειρότερη λύση, με κίνδυνο να μην ληφθεί η δόση του δανείου που προβλέπεται από το Μνημόνιο, και να βρεθούμε στην δεινή θέση που βρεθήκαμε το Ιούλιο του 2015. Επειδή ουδείς εχέφρων διανοείται ότι η Κυβέρνηση θα επιτρέψει μια τέτοια αυτοκτονική εξέλιξη, σημαίνει ότι στο Γιουρογκρούπ της 15 του προσεχούς Ιουνίου, θα αναγκαστεί να δεχθεί την πρόταση αυτή του Σόϊμπλε. εκτός και αν επιλέξει να αποχωρήσει. Προς τι λοιπόν οι παλληκαρισμοί;

Ο λόγος για τον οποίο η Κυβέρνηση ήθελε τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο δάνειο, ήταν για να καταστεί ευκολότερη και ευνοϊκότερη η δοκιμαστική έξοδος μας στις «αγορές», για να δανειοδοτηθούμε. Ενώ η απλή συμμετοχή του ΔΝΤ ως σύμβουλος, σωστά δεν είναι αρεστή, διότι ενεργώντας ως συμβουλευτική μηχανή, ως computer, αν όχι ως ρομπότ, ζητά πάντοτε σκληρά μέτρα, χωρίς να λογαριάζει τις δυσμενείς μέχρι εξοντωτικές συνέπειες επί του λαού. Στο σημείο τούτο να υπενθυμίσω ότι το επιτόκιο του ESM, των εταίρων μας δηλαδή, είναι 1%, ενώ του ΔΝΤ είναι 3,5%. Αν δε βγούμε στις «αγορές», το επιτόκιο θα είναι από 4% έως 5%. Το συμπέρασμα βγαίνει αβίαστα, ότι μας συμφέρει να συνεννοηθούμε με τους εταίρους μας, να μας δανειοδοτούν, μέχρι να επιτύχουμε ανάπτυξη, αλλά να ενεργούμε σοβαρά και υπεύθυνα, να πετυχαίνουμε τα ευνοϊκά για την οικονομία μας αποτελέσματα, σε σημείο που να μη χρειαζόμαστε δανειοδότηση από κανέναν, όπως θα τεκμηριώσω πιο κάτω! 

Για να πετύχουμε επενδύσεις, που τόσο τις έχουμε ανάγκη, ως τη μόνη πηγή ανάπτυξης, φθάνει να εξασφαλίσουμε ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης και τίποτε περισσότερο. Άρα το μόνο που χρειαζόμαστε είναι σοβαρή και υπεύθυνη πολιτική, ώστε να εμπνεύσουμε την απαραίτητη εμπιστοσύνη για σταθερότητα. Ούτε το ΔΝΤ, ούτε τις «αγορές», χρειαζόμαστε για να πετύχουμε την ανάπτυξη. Από εμάς εξαρτάται και από κανέναν άλλον. Αντί να ασχολούμαστε με τις άδειες των καναλιών και εξεταστικές επιτροπές, ας συγκεντρωθούμε στην σύνταξη ενός καλά μελετημένου και ολοκληρωμένου σχεδίου ανάπτυξης. Ένα σχέδιο που θα ενισχύσει το επενδυτικό περιβάλλον, ένα σχέδιο που θα εξαλείψει την αβεβαιότητα. Πως συντάσσεται ένα καλά δομημένο σχέδιο; Θα το επιχειρήσω σε γενικές γραμμές.

Το πρώτο που χρειαζόμαστε, είναι να εξασφαλίσουμε από τους εταίρους/ δανειστές μας, την συναίνεσή τους για μια περίοδο χάριτος από πέντε έως δέκα χρόνια, χωρίς καμία οικονομική υποχρέωση, έτσι ώστε να μπορέσουμε να ενεργοποιήσουμε το σχέδιο ανάπτυξης, χωρίς χρηματικά βαρίδια, όπως καταβολή τόκων, πρωτογενή πλεονάσματα κ.τ.τ. Αφού δηλαδή τους πείσουμε για την ειλικρίνειά μας, την σοβαρότητα και υπεύθυνη πολιτικής μας, να τους παρουσιάσουμε το δικό μας σχέδιο ανάπτυξης, με το οποίο θα ανατραπούν όλες οι δυσμενείς προβλέψεις και κακή προοπτική και το σημαντικότερο: Ότι όταν θα αναπτυχθεί η οικονομία μας, θα μπορέσουμε να καλύψουμε με το παραπάνω, ό,τι δεν θα καταβάλουμε τώρα. Οι εταίροι/δανειστές μας, αν διακρίνουν ειλικρίνεια και υπευθυνότητα, δεν θα έχουν λόγο να μην πεισθούν, αφού μετά την περίοδο χάριτος, θα αποπληρωθούν μεγαλύτερα ποσά, από όσα με τις παρούσες δεσμεύσεις και αμφίβολης επιτυχίας.
Για την προσέλκυση ξένων επενδυτών και για την αποτροπή φυγής ντόπιων, α)Να μειωθεί ο φόρος των επιχειρήσεων στο 20% αν όχι στο 15%, σε συνδυασμό με την μείωση, αν όχι απάλειψη της γραφειοκρατίας. β)Ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων, γνωρίζοντας ότι το κόστος υπάρχει στην αρχή και το όφελος θα έλθει αργότερα! γ) Μείωση των περιττών δαπανών του κράτους. Για να γίνει νοητό αυτό, ας παραθέσω τα συγκριτικά στοιχεία, όπως τα παρουσίασε ο ΣΚΑΙ, μεταξύ Ελλάδας και Ε.Ε. Ι) Δημόσιες Δαπάνες: Ελλάδος 55,4%, Ε.Ε. 47,2%. ΙΙ) Δαπάνες φιλικές προς την ανάπτυξη: Υγεία, Μεταφορές Επικοινωνία, Εκπαίδευση, Έρευνα Ανάπτυξη: Ελλάδα 22,5%, Ε.Ε. 30,7%. ΙΙΙ) Δαπάνες Υγείας: Ελλάδα 8,2%, Ε.Ε.14,9%. IV) Δαπάνες Γενική Δημόσια Υπηρεσία: Ελλάδα 17,1%, Ε.Ε. 13,1%. Τα πιο πάνω στοιχεία, χωρίς περεταίρω σχολιασμό, δείχνουν που και ποιες δαπάνες πρέπει να μειωθούν, αλλά και ποιες ενδεχομένως να αυξηθούν. δ) Η ενεργοποίηση του άρθρου 107 του Συντάγματος, το οποίο επιτρέπει ειδικούς ευνοϊκούς όρους για επενδύσεις κεφαλαίων εξωτερικού, σε ποιες και για ποιους λόγους, που θα προσδιορίσει η Κυβέρνηση. Καινοτόμες και Εξαγωγικές π.χ. ε) Η ενεργοποίηση και προτροπή, των λαμπρών μυαλών νέων μας, που αποδημούν. Είναι βέβαιο ότι, κατόπιν μελέτης, θα προστεθούν και άλλοι.

Ως προς τις «αγορές», αυτές μπορούν να είναι χρήσιμες, για την κάλυψη καταβολής δανειακών ή άλλων αναγκών. Όμως απλά αυξάνουν το χρέος, μέχρι που μια μέρα, όπως τώρα, θα γίνει ένας βρόγχος στο λαιμό μας, αλλά χωρίς την Ε.Ε. να μας συμπαρίσταται, ο βρόγχος θα μας είχε πνίξει. Η υπεύθυνη πολιτική επομένως επιβάλλει, η καταφυγή μας στις «αγορές», να γίνεται μόνο για επενδυτικούς σκοπούς, από τους οποίους θα αποπληρωθεί το χρέος, από μέρος του κέρδους των επενδύσεων. Το ίδιο ισχύει και για τις επιχειρήσεις, οι οποίες δανείζονται για τις ανάγκες της επένδυσης και το αποπληρώνουν από το κέρδος που θα προκύψει. Εδώ ακριβώς εμφανίζεται η μεγάλη ανάγκη ύπαρξης ισχυρού Τραπεζικού συστήματος και η τόσο αναγκαία προσφορά του στην οικονομία της χώρας, με την παροχή επιχειρηματικών επενδυτικών δανείων, που οδηγούν στην ανάπτυξη. Να επισημάνω ότι, η οικονομία είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο, το οποίο δεν εξαντλείται με ένα ή περισσότερα άρθρα. Άρα η ανάγκη να επανέλθω σε επί μέρους θέματα που θα αναφυούν, είναι δεδομένη. 

Νίκος Αναγνωστάτος

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ