Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024

7 χρόνια Μνημόνια. Θα μάθουμε ποτέ;

Στον αστερισμό της γραβάτας του κ. Τσίπρα και μιας ακόμη παταγώδους αποτυχίας της διαπραγματευτικής του τακτικής και ομάδας στο Eurogroup, παραμένουμε στον αέρα. Στο εσωτερικό της χώρας, σε κυβερνητικό επίπεδο, τίποτα δεν κινείται προς αυτό που ονομάζουμε “έξοδο από την κρίση”. Καμία πρωτοβουλία, τίποτε πραγματικά δημιουργικό, πρωτότυπο ή εμπνευσμένο που να δείχνει το δρόμο προς μια άλλη Ελλάδα, πιο παραγωγική κι ελπιδοφόρα. Εξαντλούμαστε μόνο στα “συμβολικά”, στην επικοινωνία και τις διακηρύξεις. Και κατά τα λοιπά, περιμένουμε από τους άλλους, τους ξένους, να μας συμπαρασύρουν στην επόμενη σελίδα.

Είναι χαρακτηριστικό, όπως ρώτησε και ο Ευ. Βενιζέλος από τη Βουλή, ότι στις συζητήσεις για το χρέος, πέραν γενικόλογων αιτημάτων, δεν έχουμε δει κάποια συμπαγή πρόταση από την ελληνική Κυβέρνηση! Τι ακριβώς προτείνουν; Ποια είναι η δουλειά που έχουν κάνει; Με ποια νομική μέθοδο, ποια οικονομική λογική; Το μόνο που κάνουν είναι να ψηφίζουν ό,τι καταλήγει να είναι η πρόταση των “έξω” και μετά να περιμένουν λέγοντας “να τηρήσουν και οι δανειστές τις υποσχέσεις τους”. Γενικώς. Σα να μιλάνε στο θείο τους ή στον Άγιο Βασίλη.

Αυτό όμως που είναι εξόχως ανησυχητικό είναι άλλο. Και προκύπτει από την Κυβέρνηση. Ανιχνεύεται όμως και στην κοινωνία και τη στάση της. Την τοποθέτηση “επωνύμων” που δηλώνουν απογοήτευση από την “Αριστερή κυβέρνηση”. Το ερώτημα είναι, επτά χρόνια μετά την υπαγωγή μας στο ειδικό καθεστώς των Μνημονίων, τι αλήθεια έχουμε συνειδητοποιήσει ως κοινωνία; Έχουμε μάθει κάτι; Αλλάξαμε ουσιαστικά συμπεριφορές ή μόνο αναγκαστικά; Καταλάβαμε ποια είναι η πραγματικότητα ή απλά νομίζουμε ότι “και αυτός συμβιβάστηκε” και “κάποιος άλλος μπορεί, επαναστατικά, να μας οδηγήσει στη Γη Χαναάν”;

Παρά τις λυσσώδεις αντιδράσεις για καιρό, η κοινωνία δείχνει να έχει αποδεχθεί, όχι ασμένως και συχνά χωρίς ακόμα να το παραδέχεται, πως για καιρό ζούσαμε (ναι, δεν εννοώ όλοι, αλλά η γενική αίσθηση) έξω από τις δυνατότητές μας και πως μια προσαρμογή στο μέτρο της λογικής ήταν αναγκαία. Από εκεί και μετά όμως, το χάος. Μεγάλο μπέρδεμα. Η οργή, αλλά και η πολυετής παραπληροφόρηση έχουν δημιουργήσει μια κατάσταση που απέχει από τη λογική και τις συνεπαγωγές της. Η κυρίαρχη ερμηνεία παραμένει η συνωμοσιολογική. Η παρερμηνεία.

Ακόμα και τώρα, η κυρίαρχη τάση είναι πως όλα συμβαίνουν από κάποιο “σκοτεινό σχέδιο, ανθελληνικών κύκλων που θέλουν το κακό μας”. Μας επιβουλεύονται και θέλουν να μας “νικήσουν”, να μας πάρουν το “βιός”. Ποιοι και γιατί; Δεν είναι απολύτως σαφές. Εκεί έρχονται απαντήσεις από το εθνικο-λαϊκιστικό αφήγημα, που διαιωνίζει διαχρονικούς μύθους, στα όρια του ρατσισμού, του εθνικισμού, ακόμα όμως και του αυθεντικού ραγιαδισμού και της βασικής έλλειψης εθνικής αυτοπεποίθησης. Γιατί, ένας λαός που πιστεύει βαθιά στον εαυτό του, δε διστάζει να δει την αλήθεια κατάματα! α δει πού έφταιξε και να στρωθεί στη δουλειά, να τα διορθώσει και να επανέλθει δριμύτερος!

“Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία”, λέει ο ποιητής και είχε και κάτι τέτοιο στο νου του. Άλλοι λαοί, χωρίς πολλές κραυγές, είδαν τα σφάλματά τους, συνεργάστηκαν, δούλεψαν και ήδη είναι στην επόμενη σελίδα. Εμείς, όχι ακόμη. Και αν ερμηνεύουμε σωστά δηλώσεις αρμοδίων, θα αργήσουμε αρκετά. Το αφήγημα της Κυβέρνησης, ως συνήθως, είναι απλοϊκό. Σε μια ρητορική αντιπαλότητας με όλους (το μισό λαό αλλά και τους έξω, που “δεν είναι φίλοι μας”), το βασικό πρόταγμα είναι πως “κάνουμε ό,τι κάνουμε αναγκαστικά, λόγω εκβιασμού, αλλά αυτός είναι ο τρόπος για να βγούμε από τα Μνημόνια”! Εκεί τελειώνει η αφήγηση! Τα “Μνημόνια”, λόγω και της πολυετούς συνήθειας, παραμένουν το συνώνυμο του κακού. Η βασική αιτία των δεινών που περνάει η χώρα. Μόλις βγούμε όλα (ποια δηλ;) θα στρώσουν.

Όλα όσα έχουν περίτρανα αποδειχθεί από την αποτυχία της πολιτικής τους, από την ισχύ της πραγματικότητας που αγνοούσαν, συνεχίζουν να τα αποσιωπούν. Δηλαδή, αν δε ήμασταν στα Μνημόνια, τι θα κάναμε; Αυτά που μας έφεραν εδώ; Θα δίναμε αυξήσεις, θα κάναμε προσλήψεις, θα δανειζόμασταν αφειδώς; Αυτά δεν είναι που μας εμποδίζουν να κάνουμε; Αυτό που ακόμα δε λέμε είναι πως δεν είναι τα “Μνημόνια” που μας εμποδίζουν, αυτό είναι το “εξωτερικό περίβλημα”. Όταν είσαι άρρωστος, δε φταίει ο…πυρετός ή ο πόνος! Φταίει το “μικρόβιο”, η ενδογενής αιτία. Αυτήν πρέπει να εξαλείψουμε και μάλιστα με διάρκεια. Με εξασφαλίσεις ότι δεν θα ξανακυλήσουμε στην ανάγκη! Αυτά που δεν κάνουμε πια, δεν είναι μόνο γιατί μας το απαγορεύουν. Απλά, δεν μπορούμε! Δεν έχουμε τα μέσα. Αν είχαμε μια άδεια αποθήκη και από εκεί έπρεπε να θρέψουμε μια κοινότητα δε θα μας έφταιγε το χαρτί που θα διαπίστωνε πως είναι άδεια. Θα πασχίζαμε να την ξαναγεμίσουμε. Αυτό όμως παραδόξως δεν το κάνουμε ακόμα για την κοινωνία μας. Ακόμα κατηγορούμε τη διαπιστωτική πράξη.

Θα “βγούμε λοιπόν από τα Μνημόνια”. Προς τα πού; Αυτό δε μας το λένε. Με ποιο όραμα, σε ποια πατρίδα; Ούτε αυτό μας λένε. Απλά, υπόσχονται άρρητα την επιστροφή σε αυτό που είχαμε και χάσαμε. Μόνο που αν συμβεί αυτό, αν γυρίσουμε στην ανεξέλεγκτη παροχολογία, τότε η άμεση επιστροφή στην καταστροφή είναι το μόνο βέβαιο. Και καταστροφή δεν είναι μόνο το καθεστώς επιτήρησης. Αυτό, σε συντηρεί τουλάχιστον σε επαφή με τον κόσμο της Δύσης. Της σχετικής ευμάρειας. Υπάρχουν και άλλες εναλλακτικές και αρκεί να ανοίξουμε τα μάτια μας να τις δούμε. Ας σκεφτούμε πχ μόνο την κατάντια της Βενεζουέλας, που έως πρόσφατα προτεινόταν ως δημοκρατικός παράδεισος.

Ναι, η μερική έξοδος από την επιτήρηση (πλήρης δεν γίνεται, σε καθεστώς Ενωμένης Ευρώπης) είναι ένας στόχος. Και σχετίζεται με την ανάκτηση της σοβαρότητάς μας ως κράτος που λειτουργεί στοιχειωδώς και εξυπηρετεί τις ανάγκες των πολιτών του. Αλλά δεν αρκεί ως συνολικό όραμα για την κοινωνία. Είναι ρηχό. Στοιχειώδες. Και εξυπηρετεί μόνο καιροσκόπους δημαγωγούς. Δεν είναι μόνο να βγούμε. Ε και; Αν είναι να γυρίσουμε πάλι σε λίγα χρόνια. Το θέμα είναι προς τα πού, με ποια νοοτροπία!

Αυτό που θέλουμε είναι συνολικό όραμα. Πολιτικό πλαίσιο και τεχνοκρατική αρτιότητα, σχέδιο, που θα μας οδηγεί στο στόχο. Για μια χώρα που λειτουργεί. Που παράγει και συνεισφέρει θετικά στο παγκόσμιο δούναι και λαβείν. Ούτε τρώει τις σάρκες της, ούτε διώχνει τα παιδιά της, ούτε αναμασά διαρκώς τα περασμένα μεγαλεία. Και που φυσικά, έχει το κράτος στην υπηρεσία της κοινωνίας και όχι της εκάστοτε παρέας που το χρησιμοποιεί εργαλειακά, καθαρά και μόνο για την “κάστα” της και την καλοπέρασή της.

Για την Ελλάδα, όχι μόνο ως γεωγραφική οντότητα με απαράμιλλη ομορφιά, αλλά ως κράτος στο οποίο αξίζει να ζει κανείς. Στο οποίο μπορεί να προκόψει, να ζει αξιοπρεπώς και με προσδοκία. Όποιος δε μιλά ανοικτά για αυτό το σκοπό και μοιράζει ακόμα χάντρες σε ιθαγενείς, με πεθαμένα συνθήματα, πρέπει να στιγματιστεί ως ψεύτης καιροσκόπος, άχρηστος για την πατρίδα. Αλλά αυτό είναι στο χέρι μας. Μάθαμε;

* Νίκος Κασκαβέλης, Δικηγόρος (ΜΔΕ-MSc)

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ