Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024

Δημιουργία Ξανά: Για μια ορθόδοξα κοσμική Παιδεία

Τις απόψεις της για το επίκαιρο θέμα των σχέσεων κράτους εκκλησίας καταθέτει η Δημιουργία Ξανά με δελτίο τύπου.

Αναλυτικά αναφέρει:

Σε κάθε σοβαρό κράτος με σοβαρό υπουργό Παιδείας, το επιχείρημα για τον κοσμικό χαρακτήρα της Εκπαίδευσης δεν θα ήταν “τι έκανε η Εκκλησία στη χούντα και στην Κατοχή;”. Κι ένα παιδί αντιλαμβάνεται την αυτοακύρωσή του: τη στιγμή που προσπαθείς να αποδείξεις ότι η Εκκλησία δεν θα πρέπει να έχει πολιτικό ρόλο, την… εκδικείσαι διότι την περίοδο της δικτατορίας και της κατοχής (να υποθέσουμε και του εμφυλίου;) δεν είχε την πολιτική στάση που θα ήθελες! Δεν πρόκειται λοιπόν για εκσυγχρονισμό, αλλά για θρησκευτικό πόλεμο: οι πιστοί της κομμουνιστικής θρησκείας εκδικούνται τους πιστούς της χριστιανικής παίρνοντας, όπως νομίζουν, τη ρεβάνς της ήττας τους.

Είναι αυτονόητο ότι ένας σκεπτόμενος πολίτης δεν μπορεί να είναι “με τον Φίλη”. Ούτε “με τον Ιερώνυμο”. Πρώτον, διότι κανένα θεσμικό πρόβλημα δεν λύνεται όταν υποβιβάζεται σε “κόντρα” προσώπων. Και δεύτερον, διότι το μοντέλο Παιδείας που έχουν και οι δύο στο μυαλό τους, δεν έχει καμμία σχέση με ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος.

Η «Δημιουργία, ξανά!» υποστηρίζει σθεναρά, παρά το πολιτικό κόστος, ότι το Κράτος και η Εκκλησία πρέπει να έχουν διακριτούς ρόλους, χωρίς επικαλύψεις. Το ίδιο ακριβώς επιτάσσει και ο Τόμος του 1850, με τον οποίο το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανακήρυξε αυτοκέφαλη την Εκκλησία της Ελλάδος. Αναφέρει σαφώς ότι πρέπει αυτή να διοικείται «ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως». Ο Αρχιεπίσκοπος που αρνείται να μιλήσει στον Υπουργό μάλλον έχει λησμονήσει ότι όταν εξελέγη στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, ένας υπουργός Παιδείας ήταν παρών σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας και επικύρωσε, βάσει νόμου, την εκλογή του.

Η θρησκευτική εκπαίδευση, ως κατήχηση, δεν έχει καμμία θέση σε ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα, όποιος και να ήταν ο ρόλος της Εκκλησίας στο παρελθόν. Οι γονείς ενός παιδιού μπορούν να του δώσουν τη θρησκευτική εκπαίδευση που θέλουν, η Εκκλησία επίσης μπορεί να αναλάβει αυτόν τον ρόλο, αν οι γονείς το επιθυμούν, εκτός σχολικού πλαισίου. Αν οι γονείς είναι ανοιχτόμυαλοι, μπορούν να εμφυσήσουν στο παιδί τους ηθικές αρχές χωρίς υποχρεωτικά “φόβο Θεού” και να περιμένουν να βρει εκείνο τις απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα της Ύπαρξης όταν φτάσει σε κατάλληλη ηλικία. Είναι αυτονόητο ότι αυτή η οπτική αφορά όλες τις θρησκείες. Διότι δεν είναι δυνατόν να θεωρούμε αναχρονισμό τη διδασκαλία του Ευαγγελίου και εκσυγχρονισμό τη διδασκαλία του Κορανίου. Με την ευκαιρία: η εκκοσμίκευση της Ορθοδοξίας δεν λειτουργεί ως ανάχωμα στην ισλαμική απειλή αλλά ως πλοηγός της: όσα προνόμια έχει η μία θρησκεία, νομιμοποιείται να διεκδικήσει και η άλλη.

Φυσικά, οι θρησκείες εξακολουθούν να έχουν μεγάλο ρόλο και επιρροή στην ανθρώπινη περιπέτεια, άρα το σχολείο δεν μπορεί να το αγνοήσει αυτό. Η συγκριτική θρησκειολογία ως μάθημα φιλοσοφίας θα έπρεπε να αντικαταστήσει τα θρησκευτικά, μόνιμα και χωρίς καμμία χροιά αντιπαλότητας προς οποιαδήποτε θρησκεία.

Όμως προκύπτουν δύο προβλήματα: σε ποια ηλικία θα πρέπει να διδάσκεται αυτό το μάθημα και ποιοι μπορούν να το διδάσκουν. Κατά την άποψή μας είναι μάθημα Λυκείου. Τα παιδιά του Γυμνασίου και πολύ περισσότερο του Δημοτικού δεν έχουν την πνευματική ωριμότητα να διαχειριστούν αυτές τις έννοιες. Ούτε ο τυπικός μέσος θεολόγος έχει την ικανότητα να τις διδάξει. Κι ούτε εγκεκριμένο βιβλίο με την διδακτέα ύλη υπάρχει. Γι’ αυτά τα θέματα θα έπρεπε να συζητάμε. Και σ΄αυτά να προσπαθούμε να βρούμε λύσεις, αν ήμασταν σοβαρό κράτος.

Βέβαια, τίποτε από αυτά δεν θα γίνει. Ο πρωθυπουργός της (κατά δήλωσίν της) Αριστεράς, εξοικειωμένος παιδιόθεν με την άγρα της ψήφου με κάθε τρόπο, θα δώσει μια συμβιβαστική λύση, μια παράταση – άστο γι’ αργότερα και βλέπουμε – σύνηθες διακομματικό “κυβερνητικό” τρυκ. Τα άλλα κόμματα που αυταποκαλούνται ευρωπαϊκής κατεύθυνσης ή θα σφυρίζουν αδιάφορα ή θα υπεραμύνονται της ελληνοχριστιανικής παράδοσης, προσβλέποντας στις ψήφους του ποιμνίου (και με την πολιτική και με την θρησκευτική έννοια).

Και οι πολίτες – οπαδοί συνηθισμένοι στην ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής ζωής, θα παρακολουθούν, όσο κρατήσει, το ντέρμπυ Φίλη – Ιερώνυμου πιάνοντας κερκίδα. Ή στασίδι. Πάλι καλά που δεν είδαμε ακόμα και τα γνωστά οπαδικά κασκόλ. Έχουμε την κυβέρνηση, την πολιτική ζωή και την Παιδεία που μας αξίζει.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ