Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024

Η άκρη του χάρτη

Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης

Ο μεγάλος πατριώτης νομπελίστας Οδυσσέας Ελύτης και πώς γεννήθηκε το «Αξιον Εστί» επισημαίνω στον Σάκη Ρουβά, που δοκίμασε να αναμετρηθεί με το «Αξιον Εστί», δύο πράγματα: Πρώτον, ότι τα συγκλονιστικά λόγια που ερμήνευσε αποτελούν ποίηση ενός ογκόλιθου των ελληνικών γραμμάτων, του Οδυσσέα Ελύτη. Καλό είναι -πλην Θεοδωράκη- να μνημονεύεται και ο μεγάλος πατριώτης νομπελίστας.

Δεύτερον, ότι το ορατόριο αυτό έχει μια ιστορία που μοιάζει πολύ με την τρέχουσα συγκυρία. Καλό είναι, για τις νέες γενιές στις οποίες παραδίδεται το έργο, να την υπενθυμίζουμε. Ιδού, λοιπόν, ποια ήταν η αιτία που ξύπνησε στον Ελύτη το ηφαίστειο εντός, όπως τη διηγήθηκε ο ίδιος:
«Οσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48-’51. Ηταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί -πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος- δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στην πέτρα.

Θυμάμαι τη μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ητανε κυριολεκτικά μες στα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα, με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλεψε αιώνες για να υπάρξει.

Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ηταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ητανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις. Ητανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου που έβγαινα από το ατόμό μου και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου.

Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν. Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση μου ‘δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το “Αξιον Εστί”».

“Δημοκρατία”

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ