Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Δημόσιο σύστημα υγείας, με πρόσβαση σε όλους

του Γιάννη Δέδε 

Βουλευτή Αττικής ΣΥΡΙΖΑ 

Τα τελευταία χρόνια, οι μνημονιακές πολιτικές λιτότητας και η οικονομική ανέχεια στην οποία έχει περιέλθει η πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών έχει μετατοπίσει το βάρος των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας στο δημόσιο σύστημα υγείας. Η καταγεγραμμένη αύξηση της προσέλευσης είναι της τάξης του 30%, την ίδια περίοδο που η συγκυβέρνηση ΝΔ και ΠΑΣΟΚ οδήγησε στην αποδιάρθρωση, τη συρρίκνωση και τον περιορισμό των λειτουργικών δυνατοτήτων των δημόσιων δομών μέσω των αιματηρών περικοπών στις δαπάνες υγείας. Με ακρωτηριασμένους τους προϋπολογισμούς των νοσοκομείων και ανεξόφλητες υποχρεώσεις προς τα ασφαλιστικά ταμεία, η αντιμετώπιση του κινδύνου της ολοσχερούς κατάρρευσης του δημόσιου συστήματος υγείας συνιστά αποκλειστική προτεραιότητα του Υπουργείου Υγείας. Μόνο αντίβαρο, σε όλα τα παραπάνω είναι το υψηλό αίσθημα ευθύνης του ιατρικού και του υγειονομικού προσωπικού με βασικό κίνητρο την εκπλήρωση της επιστημονικής και κοινωνικής τους αποστολής.

Από την εφαρμογή του, το ΕΣΥ (1985) στηρίχτηκε σε υγιείς βάσεις πλην όμως και ενώ προέβλεπε την εγκαθίδρυση Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) ποτέ αυτή, δεν εφαρμόστηκε αφού ο νόμος όριζε ότι θα λειτουργήσει με ειδικά προεδρικά διατάγματα.

Πιο συγκεκριμένα, ενώ η πλειονότητα των εθνικών συστημάτων υγείας της Ευρώπης στηρίχτηκαν στην Πρωτοβάθμια Υγεία, όπως η Βρετανία, η Ολλανδία ή η Σουηδία αλλά κι άλλες χώρες-μέλη, στην Ελλάδα, το ΕΣΥ στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό τόσο στη Δευτεροβάθμια Φροντίδα Υγείας δηλαδή, στα Περιφερειακά Νοσοκομεία και στα Κέντρα Υγείας, όσο και στα Τριτοβάθμια Νοσοκομεία, τα εξειδικευμένα κυρίως του Κέντρου.

Έτσι, η ΠΦΥ αφέθηκε κυρίως στα Ιατρεία των Ταμείων ΙΚΑ, ΤΕΒΕ, ταμείων Τραπεζών και άλλων, που εφαρμόζουν πολλαπλές πολιτικές παροχές ΠΦΥ ανάλογα με το Ταμείο κι όχι του Οικογενειακού Ιατρού, με κάρτα υγείας που έπρεπε να είχε κάθε Έλληνας πολίτης από γεννήσεώς του. Αυτό ήταν, το πρώτο δομικό μειονέκτημα του ΕΣΥ στη χώρα μας, επακολούθησαν βέβαια την περίοδο 1990-2000, οι φαραωνικού τύπου κατασκευές Νοσοκομείων μέσω της κρατικής ΔΕΠΑΝΟΜ ΑΕ με υπεροκοστολόγηση αφ’ ενός αλλά και χωρίς ειδική στατιστική μελέτη ανά περιοχή για το μέγεθος και την κατασκευή του Νοσοκομείου.

Επιπρόσθετα, την ίδια περίοδο μέχρι και σήμερα, η εν γένει πολιτική κοστολόγησης κυρίως των αναλώσιμων προϊόντων, αλλά και του φαρμάκου με την υπεροκοστολόγηση, ίσως και 10 φορές πάνω από το μέσο όρο των τιμών της Ευρώπης έφεραν καταστροφικά αποτελέσματα. Συνεπώς, η λειτουργική κατάσταση του ΕΣΥ προσομοίαζε με το Γιοφύρι της Άρτας…«ολημερίς το χτίζανε το βράδι εγκρεμιζόταν».

Σήμερα, η κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται μπροστά στον αναγκαίο μονόδρομο της αναμόρφωσης του ΕΣΥ. Η υποστελέχωση του ΕΣΥ λόγω των ωριμάνσεων σε όλες τις βαθμίδες, η αναστολή των προσλήψεων από το 1990 με την ταυτόχρονη αναστολή των κρίσεων από αρμόδια συμβούλια, των Ιατρών, η συρρίκνωση τμημάτων των Νοσοκομείων, έφεραν το ΕΣΥ στο χείλος της πλήρους διάλυσης. Η προσπάθεια του Υπουργείου Υγείας είναι να καταρτίσει ένα ρεαλιστικό σχέδιο αναδιάταξης του ΕΣΥ, αντιμετωπίζοντας επαρκώς τις άμεσες ανάγκες πρόσληψης επικουρικών Ιατρών και Νοσηλευτών, προκειμένου να στελεχωθούν θέσεις στα περιφερειακά και νησιωτικά Κέντρα Υγείας – Αγροτικά Ιατρεία, τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) και τα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ). Παράλληλα και εν μέσω ολικής αδυναμίας οικονομικής ανταπόκρισης, η επιδίωξη πρόσληψης μονίμων Ιατρών, Νοσηλευτών στο ΕΣΥ, δεν ατονεί. Ο προγραμματισμός της κυβέρνησης για θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης μέσω των ΥΠΕ, αφορά σε 800 επικουρικούς ιατρούς, 600 επικουρικούς νοσηλευτές και 620 επικουρικούς ειδικούς Ιατρούς στην ΠΦΥ, που υπολείπονται παλαιοτέρων προκηρύξεων.

Οι νέες διοικήσεις στα Νοσοκομεία, η αναθεώρηση του νομοθετικού πλαισίου λειτουργίας των ΔΣ των Νοσοκομείων, η επικαιροποίηση και ο έλεγχος των Οργανισμών των Νοσοκομείων από το Υπουργείο Υγείας, Οργανισμών, η πολιτική τιμολόγησης του φαρμάκου και προμήθειας αναλωσίμων στα Νοσοκομεία με την παράλληλη δημιουργία εθνικής φαρμακαποθήκης και την τόνωση της παραγωγής γενοσσήμων από τις ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες, συνιστούν καίριας σημασία ζητήματα από τα οποία διακυβεύεται η τύχη του δημόσιου συστήματος υγείας.

Στόχος της κυβέρνησης της Αριστεράς αποτελεί ένα αναβαθμισμένων υπηρεσιών και επαρκώς στελεχωμένο, δημόσιο σύστημα υγείας, με πρόσβαση σε όλους τους πολίτες ανεξαρτήτως οικονομικής, κοινωνικής κατάστασης ή εθνικότητας και ανάπτυξη της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας με έμφαση στην πρόληψη, τη μετανοσοκομειακή φροντίδα, κοντά στον τόπο κατοικίας και εργασίας.

Ειδικά, στο θέμα των ανασφάλιστων πολιτών, οι πρωτοβουλίες που ανέλαβε η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ ως προς την πρόσβαση τους σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, χωρίς βιβλιάριο πρόνοιας ή από-ασφαλισμένων με χρέη στο ταμείο τους, επέφεραν επιπρόσθετα προβλήματα (π.χ. μη λειτουργικές τριμελείς επιτροπές, ελλιπής ενημέρωσης ασθενών, γραφειοκρατικά εμπόδια, αποκλεισμός μεταναστών χωρίς χαρτιά κ.λπ.).

Ο ΣΥΡΙΖΑ άσκησε έντονη κριτική στις εν λόγω πρακτικές και δεσμεύτηκε προεκλογικά στα άμεσα μέτρα για την υγεία, να αναθεωρήσει ριζικά το θεσμικό πλαίσιο πρόσβασης των ανασφάλιστων στις δημόσιες δομές υγείας, διορθώνοντας γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και αστερίσκους εξαιρέσεων. Αυτή την πολιτική έρχεται να υπηρετήσει σήμερα, από τη θέση της κυβέρνησης, αποδεικνύοντας πως όσα έλεγε και σε όσα επέμενε προεκλογικά, αποτελούν την προμετωπίδα των αλλαγών για τις οποίες εργάζεται με υπεύθυνο και νηφάλιο τρόπο.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ